Spend στα ελληνικά
Μετάφραση: spend, Λεξικό: αγγλικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
αγγλικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ξοδεύω, δαπανούν, ξοδεύουν, δαπανήσει, περάσετε, περάσουν
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- apparent στα ελληνικά - εμφανής, προφανής, φαινομενικός, έκδηλος
- assimilative στα ελληνικά - αφομοιωτικός, εξομοιωτικό, αφομο, αφομοιωτικών, αφομοιωτικής
- biter στα ελληνικά - δαγκωνιάρης, πικρό, στο πικρό
- breathe-in στα ελληνικά - αναπνέει
Τυχαίες λέξεις
Spend στα ελληνικά - Λεξικό: αγγλικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ξοδεύω, δαπανούν, ξοδεύουν, δαπανήσει, περάσετε, περάσουν
Μεταφράσεις: ξοδεύω, δαπανούν, ξοδεύουν, δαπανήσει, περάσετε, περάσουν