Λέξη: παλικαρισμός

Μεταφράσεις: παλικαρισμός

παλικαρισμός στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
bravado, bullying

παλικαρισμός στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
valentía, bullying, intimidación, la intimidación, acoso, el acoso

παλικαρισμός στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
Schikane, Tyrannisieren, Drangsalieren, Mobbing, Bullying

παλικαρισμός στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
bravade, intimidation, l'intimidation, brimades, harcèlement, d'intimidation

παλικαρισμός στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
bullismo, il bullismo, mobbing, prepotenza, il mobbing

παλικαρισμός στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
assédio moral, o bullying, o assédio moral, intimidação, tiranizar

παλικαρισμός στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
pesten, pesterijen, intimidatie, pestgedrag, gepest

παλικαρισμός στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
ухарство, бравада, запугивающий, издевательства, запугивание, издевательств, запугивания

παλικαρισμός στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
mobbing, mobbingen, mobbe, mobb

παλικαρισμός στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
mobbning, mobbing, mobbningen, mobbnings, trakasserier

παλικαρισμός στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
kiusaaminen, kiusaamisen, kiusaamista, kiusaamiseen, kiusaamisesta

παλικαρισμός στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
mobning, af mobning, mobningen

παλικαρισμός στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
šikanování, šikana, šikany, šikanu, šikaně

παλικαρισμός στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
ryzykanctwo, zuchwałość, brawura, znęcanie się, zastraszanie, mobbing, znęcanie, nękanie

παλικαρισμός στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
virtuskodás, megfélemlítés, zaklatás, a megfélemlítés, bántalmazás, zaklatást

παλικαρισμός στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
zorbalık, kabadayılık, sataşma, zorbalığın, gözdağı

παλικαρισμός στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
бравада, залякуючий, залякує, що залякує

παλικαρισμός στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
ngacmimi, Shtypës, Shtypës I, Bullying, ngacmimet

παλικαρισμός στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
тормоза, тормоз, малтретиране, насилието, на тормоза

παλικαρισμός στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
запалохваць, запалохвала, запалохваў, запалохвае, запалохвалі

παλικαρισμός στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
bravuur, uljaspäisus, kiusamise, kiusamine, kiusamist, kiusamisega, türanniseerimise

παλικαρισμός στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
bullying, nasilničko ponašanje, nasilničkog ponašanja, zlostavljanje na radnom mjestu, nasilničko

παλικαρισμός στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
einelti, prófum, í prófum

παλικαρισμός στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
įgąsdinimas, Patyčios, patyčių, priekabiavimo, priekabiavimas

παλικαρισμός στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
huligānisms, iebiedēšana, iebiedēšanu, iebiedēšanai, pazemošana

παλικαρισμός στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
силеџиство, малтретирањето, малтретирање, заплашувањето, насилничкото

παλικαρισμός στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
agresiunii, intimidare, agresiune, hărțuirea, agresiunea

παλικαρισμός στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
ustrahovanje, ustrahovanja, ustrahovanju, nasilništvo, ustrahovanjem

παλικαρισμός στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
šikanovania, šikanovanie, zastrašovanie, šikanovaniu, sikanovani
Τυχαίες λέξεις