Subsidise στα ελληνικά

Μετάφραση: subsidise, Λεξικό: αγγλικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
αγγλικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
επιδοτώ, επιδοτούν, επιδοτήσει, επιδότηση, επιδοτήσουν, επιδοτεί
Subsidise στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • aboveboard στα ελληνικά - καθαρός, νόμιμος, ανοικτός
  • acceleration στα ελληνικά - επίσπευση
  • america στα ελληνικά - Αμερική, Αμερικής, την Αμερική, Καραϊβικής
Τυχαίες λέξεις
Subsidise στα ελληνικά - Λεξικό: αγγλικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: επιδοτώ, επιδοτούν, επιδοτήσει, επιδότηση, επιδοτήσουν, επιδοτεί