Λέξη: έμφαση

Σχετικές λέξεις: έμφαση

φροντιστήρια έμφαση, έμφαση συνώνυμα, έμφαση στα αγγλικά, φιλελεύθερη έμφαση, έμφαση ετυμολογία, έμφαση στην τέχνη, φροντιστήριο έμφαση, έμφαση λεξικό, έμφαση στην καινοτομία, έμφαση ορισμός

Συνώνυμα: έμφαση

στρες, άγχος, πίεση, ζόρι, ένταση

Μεταφράσεις: έμφαση

έμφαση στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
emphasis, stress, focus, emphasis on, an emphasis

έμφαση στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
énfasis, acento, hincapié, importancia, atención, el énfasis

έμφαση στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
schwerpunkt, nachdruck, gewichtung, betonung, Schwergewicht, Nachdruck, Betonung, Akzent, Schwerpunkt

έμφαση στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
soulignement, balisage, emphase, accent, accentuation, l'accent, importance, accent mis

έμφαση στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
enfasi, accento, attenzione, l'accento, importanza

έμφαση στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
emoção, ênfase, destaque, tónica, a ênfase, importância

έμφαση στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
nadruk, klem, klemtoon, de nadruk, aandacht, accent

έμφαση στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
выразительность, акцент, ударение, сила, внятность, эмфаза, отчетливость, внимание, упор, внимания, особое внимание

έμφαση στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
betoning, ettertrykk, vekt, vektlegging, fokus

έμφαση στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
betoning, tonvikt, vikt, tonvikten, betoningen

έμφαση στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
mahtipontisuus, ponsi, korostus, paino, painotus, korostetaan, painotetaan, painopiste, painottaen

έμφαση στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
eftertryk, vægt, fokus, lægges vægt, vægten, lægges

έμφαση στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
důraz, zdůraznění, přízvuk, kladen důraz, důrazem, pozornost, důrazu

έμφαση στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
uwypuklenie, akcentowanie, emfaza, znaczenie, dobitność, nacisk, wyróżnienie, podkreślenie, uwydatnianie, akcent, nacisku, nacisk kładzie

έμφαση στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
nyomaték, hangsúly, hangsúlyt, tekintettel, hangsúlyt fektetve, hangsúlyt fektet

έμφαση στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
vurgu, önem, vurgusu, ağırlık

έμφαση στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
акцент, наголос, наголошення, сила, виразність

έμφαση στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
theks, theksim, theksi, theks i, theksimi

έμφαση στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
ударение, наблягане, подчертаване, акцент, набляга

έμφαση στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
акцэнт

έμφαση στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
rõhk, rõhutus, tunderõhk, rõhku, tähelepanu, rõhuasetus, rõhu

έμφαση στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
značaj, naglašen, isticanje, naglasak, je naglasak, naglaskom, težište

έμφαση στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
áhersla, áherslu, áherslan, lögð, lögð áhersla

έμφαση στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
pabrėžimas, dėmesys, dėmesio, dėmesį, pabrėžti

έμφαση στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
uzsvars, uzmanība, uzsvaru, uzsvērta, akcents

έμφαση στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
акцентот, акцент, нагласок, осврт, внимание

έμφαση στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
accent, accentul, un accent, atenție, o atenție

έμφαση στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
poudarek, pozornost, poudarka, poudarkom, poudariti

έμφαση στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
dôraz, pozornosť, dôraz sa

Στατιστικά δημοτικότητας: έμφαση

Τυχαίες λέξεις