Λέξη: οχύρωση
Σχετικές λέξεις: οχύρωση
οχύρωση δεκέλειας, οχύρωση κωνσταντινούπολης, κυκλώπεια οχύρωση
Συνώνυμα: οχύρωση
οχυρωματική τέχνη, πρόχωμα, οχύρωμα, κατοχύρωση
Μεταφράσεις: οχύρωση
οχύρωση στα αγγλικά
Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
fortification, fortifications, fortification of, fortified, fortification is
οχύρωση στα ισπανικά
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
fortificación, fortalecimiento, la fortificación, enriquecimiento, fortificación de
οχύρωση στα γερμανικά
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
befestigung, festigung, Befestigung, Befestigungen, Anreicherung, Verstärkung, Fortifikation
οχύρωση στα γαλλικά
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
fortification, enrichissement, l'enrichissement, fortifications, la fortification
οχύρωση στα ιταλικά
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
fortificazione, fortificazioni, di fortificazione, fortezza, rafforzamento
οχύρωση στα πορτογαλικά
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
fortificação, fortification, a fortificação, fortificação de, fortalecimento
οχύρωση στα ολλανδικά
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
verschansing, fort, sterkte, vestingwerk, fortificatie, vesting, verrijking
οχύρωση στα ρωσικά
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
фортификация, спиртование, крепление, укрепление, укреплений, укрепления, фортификации
οχύρωση στα νορβηγικά
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
befestning, festningsverk, befestningen, festnings, festning
οχύρωση στα σουηδικά
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
befästning, berikning, fästning, befästn, befästningen
οχύρωση στα φινλανδικά
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
linnoitus, varustus, fortification, linnoituksen, väkevöidyn, täydentämisen
οχύρωση στα δανικά
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
befæstning, berigelse, fæstning, forstærkning, berigelse af
οχύρωση στα τσεχικά
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
opevnění, fortifikace, pevnost, hradební
οχύρωση στα πολωνικά
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
fortyfikacja, obwarowanie, umocnienie, fortyfikacji, fortyfikacje, mury obronne
οχύρωση στα ουγγρικά
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
sánc, erődítmény, erődítési, erőd, dúsítás, dúsítására
οχύρωση στα τούρκικα
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
istihkâm, takviye, sur, tahkimat, istihkam
οχύρωση στα ουκρανικά
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
фортифікація, кріплення, зміцнення, укріплення
οχύρωση στα αλβανικά
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
fortifikim, fortifikimit, Fortifikimi, fortifikatë, fortifikim të
οχύρωση στα βουλγαρικά
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
фортификация, подсилване, укрепване, укрепление, крепостна, крепостната
οχύρωση στα λευκορωσικά
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
ўмацаванне, умацаванне, ўмацаваньне
οχύρωση στα εσθονικά
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
kaitserajatis, kindlustus, kangendamise, kontsentratsiooniastmele, kangendamine
οχύρωση στα κροατικά
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
utvrda, utvrđenje, utvrđivanje, utvrde, fortifikacijski
οχύρωση στα ισλανδικά
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
víggirðingar, Víggirðing
οχύρωση στα λατινικά
Λεξικό:
λατινικά
Μεταφράσεις:
propugnaculum
οχύρωση στα λιθουανικά
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
įtvirtinimas, įtvirtinimų, fortifikacijos, įtvirtinimai, fortas
οχύρωση στα λετονικά
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
cietoksnis, fortifikācija, nocietinājums, nocietinājumu, nocietinājuma
οχύρωση στα σλαβομακεδονικά
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
фортификација, фортификациски, укрепување, тврдина, бедем
οχύρωση στα ρουμανικά
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
fortificaţie, fortificație, fortificatie, fortificatii, fortificare, de fortificatii
οχύρωση στα σλοβενικά
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
pevnost, utrdba, trdnjava, utrdba je, utrdbo
οχύρωση στα σλοβακικά
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
opevnenia, opevnenie, opevnení, opevnění
Τυχαίες λέξεις