Λέξη: διευκρινίζω
Σχετικές λέξεις: διευκρινίζω
διευκρινίζω κλίση, διευκρινίζω translate, διευκρινίζω συνώνυμο, διευκρινίζω αγγλικά, διευκρινίζω αντωνυμο, διευκρινίζω συνωνυμα
Συνώνυμα: διευκρινίζω
καθαρίζω, ξεκαθαρίζω, αποσαφηνίζω, διυλίζομαι, εξηγώ μέσω παραδείγματος, επεξηγώ, εικονογραφώ
Μεταφράσεις: διευκρινίζω
διευκρινίζω στα αγγλικά
Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
illustrate, elucidate, clarify, exemplify, point out
διευκρινίζω στα ισπανικά
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
aclarar, ilustrar, dilucidar, elucidar, clarificar, esclarecer, precisar, aclare
διευκρινίζω στα γερμανικά
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
veranschaulichen, illustrieren, klären, verdeutlichen, klarstellen, zu klären
διευκρινίζω στα γαλλικά
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
éclaircir, expliquer, illustrez, clarifier, illustrer, illustrent, éclairer, illustrons, élucider, préciser, de clarifier, clarifier les
διευκρινίζω στα ιταλικά
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
illustrare, spiegare, chiarire, precisare, di chiarire, chiarire le, chiarezza
διευκρινίζω στα πορτογαλικά
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
ilumine, ilustrar, aclarar, elucidar, ilustre, iluminar, esclarecer, clarificar, esclarecimento, clarificação, precisar
διευκρινίζω στα ολλανδικά
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
verluchten, illustreren, veraanschouwelijken, verduidelijken, verhelderen, te verduidelijken, verduidelijking, duidelijk
διευκρινίζω στα ρωσικά
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
объяснять, проиллюстрировать, разъяснить, разъяснять, выяснить, освещать, пояснять, осветить, выяснять, пояснить, иллюстрировать, прояснить, уточнить, уточнения
διευκρινίζω στα νορβηγικά
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
illustrere, avklare, klargjøre, klar, tydeliggjøre, klarlegge
διευκρινίζω στα σουηδικά
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
illustrera, klargöra, förtydliga, klarlägga, tydliggöra, tydlig
διευκρινίζω στα φινλανδικά
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
valaista, selkeyttää, kuvittaa, ilmentää, selventää, havainnollistaa, selventämään, selvittää, selventämiseksi
διευκρινίζω στα δανικά
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
klarlægge, afklare, præcisere, tydeliggøre
διευκρινίζω στα τσεχικά
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
ilustrovat, vysvětlit, vyjasnit, osvětlit, ozřejmit, objasnit, znázornit, objasnění, vyjasnění, upřesnit
διευκρινίζω στα πολωνικά
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
uzmysłowić, wyświetlić, wyjaśniać, objaśniać, zilustrować, zobrazować, naświetlać, klarować, wyświetlać, ilustrować, wyjaśnienie, wyjaśnić, wyjaśnienia
διευκρινίζω στα ουγγρικά
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
tisztázza, tisztázása, tisztázzák, tisztázni, tisztázására
διευκρινίζω στα τούρκικα
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
açıklamak, netleştirmek, açıklık, açıklığa kavuşturmak, aydınlatmak
διευκρινίζω στα ουκρανικά
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
висвітліть, поясняти, висвітлити, роз'яснити, проілюструвати, ілюструвати, висвітлювати, пояснювати, прояснити, з'ясувати
διευκρινίζω στα αλβανικά
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
sqaroj, qartësoj, sqaruar, të sqaruar, qartësuar
διευκρινίζω στα βουλγαρικά
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
изяснят, изясни, поясни, изясняване, се изясни
διευκρινίζω στα λευκορωσικά
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
праясніць, растлумачыць, высветліць, высьветліць, патлумачыць
διευκρινίζω στα εσθονικά
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
illustreerima, selgitama, selgitada, täpsustada, selgitamiseks
διευκρινίζω στα κροατικά
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
razjasniti, objasniti, rasvijetliti, ilustrirati, pojasniti, razjasni, pojasni
διευκρινίζω στα ισλανδικά
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
skýra, að skýra, útskýra, gera grein, skýrt
διευκρινίζω στα λιθουανικά
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
aiškinti, paaiškinti, išaiškinti, patikslinti, išsiaiškinti
διευκρινίζω στα λετονικά
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
noskaidrot, precizēt, precizētu, izskaidrot
διευκρινίζω στα σλαβομακεδονικά
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
разјасни, појаснат, се разјаснат, разјаснат, појасни
διευκρινίζω στα ρουμανικά
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
clarifica, clarifice, clarificarea, se clarifice, a clarifica
διευκρινίζω στα σλοβενικά
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
pojasniti, pojasni, razjasniti, pojasnitev, razjasni
διευκρινίζω στα σλοβακικά
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
objasniť, vyjasniť, objasnenie, vysvetliť, ujasniť
Τυχαίες λέξεις