Suddenly στα ελληνικά
Μετάφραση: suddenly, Λεξικό: αγγλικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
αγγλικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ξαφνικά, αιφνιδιαστικά
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- abbreviated στα ελληνικά - σύντμηση, συντετμημένη, συντετμημένο, συντομευμένο, συντομευμένη
- baker στα ελληνικά - φούρναρης
- baselines στα ελληνικά - γραμμές βάσης, γραμμές βάσεως, τις γραμμές βάσης, γραμμές βάσης των, γραμμών βάσης
- branches στα ελληνικά - υποκαταστημάτων, κλαδιά, καταστημάτων, κλάδους, κλάδοι
Τυχαίες λέξεις
Suddenly στα ελληνικά - Λεξικό: αγγλικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ξαφνικά, αιφνιδιαστικά
Μεταφράσεις: ξαφνικά, αιφνιδιαστικά