Λέξη: κολακεύω
Σχετικές λέξεις: κολακεύω
κολακεύω αντωνυμο, κολακεύω συνώνυμο, κολακεύω συνώνυμα, κολακεύω στα αγγλικα
Συνώνυμα: κολακεύω
καλοπιάνω, βυρσοδέφω, ξυστρίζω, δελεάζω, τουμπάρω, μαζεύομαι, έρπω, υποκλίνομαι δουλικώς, ζαρώνω, χαϊδεύω
Μεταφράσεις: κολακεύω
κολακεύω στα αγγλικά
Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
flatter, adulate, blarney, suck up, cajole, bootlick, fawn
κολακεύω στα ισπανικά
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
adular, incensar, halagar, favorecer, labia, coba, lisonja, blarney, de lisonja
κολακεύω στα γερμανικά
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
schmeicheln, Schmeichelei, geschwätz, blarney
κολακεύω στα γαλλικά
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
amadouer, flatter, aduler, flagorner, adulez, adulation, adulons, encenser, cajolerie, adulent, cajoler, boniment, Blarney, de Blarney, de cajolerie
κολακεύω στα ιταλικά
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
blandire, adulare, lusingare, adulazione, Blarney, di Blarney, a Blarney, adulatorio
κολακεύω στα πορτογαλικά
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
lisonjear, gabar, achatar, alisador, bajulação, Blarney, de blarney, do Blarney, de bajulação
κολακεύω στα ολλανδικά
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
flatteren, vleien, Blarney, vlei, vleit, in Blarney
κολακεύω στα ρωσικά
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
подольщаться, льстить, приукрашивать, польстить, кадить, лесть, Blarney, Бларни, Лести
κολακεύω στα νορβηγικά
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
smigre, blarney, i Blarney, av Blarney
κολακεύω στα σουηδικά
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
smickra, blarney, i Blarney, till Blarney, av Blarney
κολακεύω στα φινλανδικά
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
liehitellä, liehakoida, imarrella, mielistellä, makeilla, Blarney, mairittelu, Blarneyn
κολακεύω στα δανικά
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
smigre, blarney, af Blarney, i Blarney
κολακεύω στα τσεχικά
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
podkuřovat, lahodit, lichotit, pochlebovat, pochlebování, Blarney
κολακεύω στα πολωνικά
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
pochlebiać, schlebiać, przypochlebiać, połechtać, kadzić, kadzenie, pochlebstwo, Blarney, w Blarney
κολακεύω στα ουγγρικά
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
hízelgő beszéd, Blarney, a Blarney
κολακεύω στα τούρκικα
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
pohpohlamak, yağcılık, Blarney, the blarney, dalkavukluk, yaltaklanma
κολακεύω στα ουκρανικά
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
який, лестить, догодіть, підлещувати, лестити, поки-що, льстить, підлещуватись, улещувати
κολακεύω στα αλβανικά
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
lajkatoj, fjalë lajkatare, mbyt me lajka
κολακεύω στα βουλγαρικά
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
умилкване, Бларни, Blarney, лаская, ласкателство
κολακεύω στα λευκορωσικά
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
ліслівіць, лісьлівіць, было ліслівіць, ліслівіў ні, ліслівіў
κολακεύω στα εσθονικά
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
lipitsema, blarney, Mairittelu, Make, Make abil
κολακεύω στα κροατικά
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
ukus, laskati, začin, miris, laskanje, Blarney
κολακεύω στα ισλανδικά
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
hæla, Blarney
κολακεύω στα λατινικά
Λεξικό:
λατινικά
Μεταφράσεις:
lenocinor
κολακεύω στα λιθουανικά
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
meilikauti, saldžiažodžiavimas, meilikavimas, Glaimot, Lišķēšana, Lišķēt
κολακεύω στα λετονικά
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
glaimot, lišķēt, glaimi, Blarney, lišķēšana
κολακεύω στα σλαβομακεδονικά
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
Blarney
κολακεύω στα ρουμανικά
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
flata, vorbe mieroase, Blarney, seduce prin vorbe lingușitoare, vorbe lingușitoare, adula
κολακεύω στα σλοβενικά
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
Blarney, Laskanje, Laskati
κολακεύω στα σλοβακικά
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
Blarney
Τυχαίες λέξεις