Supply στα ελληνικά
Μετάφραση: supply, Λεξικό: αγγλικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
αγγλικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
χορήγηση, προμήθεια, παρέχω, παροχή
Μεταφράσεις
- accountable στα ελληνικά - δωσίλογος, υπόλογος
- acquiesces στα ελληνικά - συναινεί
- adjudges στα ελληνικά - Κρίνει
- aromatization στα ελληνικά - αρωματοποίησις, αρωματικοποίηση, αρωματισμός, αρωματισμού, αρωματοποιήσεως
Τυχαίες λέξεις
Supply στα ελληνικά - Λεξικό: αγγλικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: χορήγηση, προμήθεια, παρέχω, παροχή
Μεταφράσεις: χορήγηση, προμήθεια, παρέχω, παροχή