Λέξη: αμαρτωλός
Σχετικές λέξεις: αμαρτωλός
αμαρτωλός ποιητής, αμαρτωλός συνώνυμο, αμαρτωλός καρδιολόγος, αμαρτωλός βικιλεξικο
Μεταφράσεις: αμαρτωλός
αμαρτωλός στα αγγλικά
Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
sinner, sinful, a sinner, sinners
αμαρτωλός στα ισπανικά
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
pecador, pecadora, pecadores
αμαρτωλός στα γερμανικά
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
sünder, Sünder, Sünderin, Sünders, sinner
αμαρτωλός στα γαλλικά
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
pécheur, pécheresse, pécheurs, pêcheur
αμαρτωλός στα ιταλικά
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
peccatore, peccatrice, peccatori, sinner
αμαρτωλός στα πορτογαλικά
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
pecador, pecadora, pecadores
αμαρτωλός στα ολλανδικά
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
zondaar, zondares, zondaar is, zondaars
αμαρτωλός στα ρωσικά
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
греховодник, грешник, грешница, грешником, грешника, грешнику
αμαρτωλός στα νορβηγικά
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
synder, synderen, syndere, synderinne
αμαρτωλός στα σουηδικά
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
syndare, sinner, syndaren, synd, sinneren
αμαρτωλός στα φινλανδικά
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
syntinen, syntisen, syntisestä, syntiselle, syntistä
αμαρτωλός στα δανικά
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
synder, synderen, syndig, synderens
αμαρτωλός στα τσεχικά
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
hříšník, hříšníkem, hříšníka, hříšnému
αμαρτωλός στα πολωνικά
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
grzesznik, grzesznica, grzesznikiem, grzesznika, grzeszniku
αμαρτωλός στα ουγγρικά
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
bűnös, bûnös, bűnösnek, bűnöst
αμαρτωλός στα τούρκικα
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
günahkâr, günahkar, sinner, günahkarın, günahkarım
αμαρτωλός στα ουκρανικά
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
грішник, грішний, грішнику, грешник, грішника
αμαρτωλός στα αλβανικά
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
mëkatar, gjynahqar, mëkatari, mëkatar i, qoftë se mëkatari
αμαρτωλός στα βουλγαρικά
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
грешник, грешника, грешникът, грешница
αμαρτωλός στα λευκορωσικά
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
грэшнік, грэшны, ці грэшнік, грэшніка, грэшнікам
αμαρτωλός στα εσθονικά
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
patune, patuse, patusele, patustaja, patusest
αμαρτωλός στα κροατικά
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
grješnik, grešnica, grešnik, griješnik, jedini grešnik
αμαρτωλός στα ισλανδικά
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
syndarinn, syndari, syndara, syndugur, bersyndug
αμαρτωλός στα λιθουανικά
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
nusidėjėlis, nusidėjėliui, nusidėjėlį, nusidėjėlė
αμαρτωλός στα λετονικά
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
grēcinieks, grēciniekam, grēcinieku, grēciniece
αμαρτωλός στα σλαβομακεδονικά
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
грешник, грешникот, грешниот, грешен
αμαρτωλός στα ρουμανικά
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
păcătos, pacatos, păcătosul, păcătosului, păcătoasă
αμαρτωλός στα σλοβενικά
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
grešnik, grešnica, grešniku, grešnika
αμαρτωλός στα σλοβακικά
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
hriešnik, hriešnika, hriešny, hriešnikovi
Τυχαίες λέξεις