Λέξη: ανασυγκρότηση

Σχετικές λέξεις: ανασυγκρότηση

ανασυγκρότηση συνώνυμα, ανασυγκρότηση δίσκου windows 8, ανασυγκρότηση σκληρού δίσκου, ανασυγκρότηση αγγλικά, ανασυγκρότηση του υπουργείου ναυτιλίας και αιγαίου και άλλες διατάξεις, ανασυγκρότηση δίσκου, ανασυγκρότηση ετηπτα, ανασυγκρότηση δίσκων

Μεταφράσεις: ανασυγκρότηση

ανασυγκρότηση στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
reconstruction, conversion, rebuilding, rehabilitation, restructuring

ανασυγκρότηση στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
reconstrucción, la reconstrucción, de reconstrucción, reconstrucción de, reconstitución

ανασυγκρότηση στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
umbau, rekonstruktion, wiederaufbau, Wiederaufbau, Rekonstruktion, Rekonstruktions, Umbau

ανασυγκρότηση στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
reconstitution, reconstruction, restauration, la reconstruction, de reconstruction, reconstruction de

ανασυγκρότηση στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
ricostruzione, la ricostruzione, di ricostruzione, ristrutturazione, alla ricostruzione

ανασυγκρότηση στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
reconstrução, de reconstrução, a reconstrução, reconstrução do, reconstrução de

ανασυγκρότηση στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
wederopbouw, reconstructie, de wederopbouw, heropbouw, wederopbouw van

ανασυγκρότηση στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
переустройство, реконструкция, восстановление, перестройка, реорганизация, воссоздание, ремонтные, реконструкции, реконструкцию

ανασυγκρότηση στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
rekonstruksjon, gjenoppbygging, ombygging, oppbyggingen, gjenoppbyggingen

ανασυγκρότηση στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
rekonstruktion, återuppbyggnad, återuppbyggnaden, återuppbyggnads, uppbyggnaden

ανασυγκρότηση στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
entistys, jälleenrakennus, jälleenrakentamiseen, jälleenrakennukseen, jälleenrakentamista, jälleenrakentamisen

ανασυγκρότηση στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
genopbygning, rekonstruktion, genopbygningen, rekonstruktionen, ombygning

ανασυγκρότηση στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
rekonstrukce, obnova, přestavba, rekonstrukci, rekonstrukcí, přestavby

ανασυγκρότηση στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
odbudowanie, przebudowa, odbudowa, rekonstrukcja, odtworzenie, rekonstrukcji

ανασυγκρότηση στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
rekonstrukció, helyreállítás, újjászervezés, újjáalakítás, átalakítás, újjáépítés, újjáépítési, rekonstrukciója, felújítás

ανασυγκρότηση στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
imar, rekonstrüksiyon, yeniden yapılanma, rekonstrüksiyonu, yeniden inşa

ανασυγκρότηση στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
відновлення, реконструкція, реконструкцію

ανασυγκρότηση στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
rindërtim, rikonstruksion, rindërtimi, rindërtimin, rikonstruksioni

ανασυγκρότηση στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
реконструкция, възстановяване, възстановяването, преустройство, реконструкцията

ανασυγκρότηση στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
рэканструкцыя

ανασυγκρότηση στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
rekonstrueerimine, rekonstruktsioon, rekonstrueerimise, ülesehitustöö, ülesehitamiseks, rekonstrueerimist

ανασυγκρότηση στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
rekonstrukcija, obnovi, obnove, obnova, obnovu, rekonstrukcije, rekonstrukciju

ανασυγκρότηση στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
viðreisn, endurreisn, enduruppbyggingu, uppbyggingu, endurbygging, uppbyggingarstarf

ανασυγκρότηση στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
rekonstrukcija, rekonstrukcijos, atstatymo, rekonstravimas, rekonstruoti

ανασυγκρότηση στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
atjaunošana, remonta, rekonstrukcija, rekonstrukcijas, atjaunošanas

ανασυγκρότηση στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
реконструкција, реконструкцијата, реконструкција на, за реконструкција, обнова

ανασυγκρότηση στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
reconstrucție, reconstrucția, de reconstrucție, reconstructie, reconstrucției

ανασυγκρότηση στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
rekonstrukcija, obnova, rekonstrukcije, obnovo, rekonstrukcijo

ανασυγκρότηση στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
rekonštrukcia, rekonštrukcie, renovácia, obnovy, rekonštrukciu

Στατιστικά δημοτικότητας: ανασυγκρότηση

Τυχαίες λέξεις