Sweeping στα ελληνικά
Μετάφραση: sweeping, Λεξικό: αγγλικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
αγγλικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
σαρωτικός
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- acerbity στα ελληνικά - στυφότητα, οξύτητα, δριμύτητα
- annularly στα ελληνικά - στεφανιαία, δακτυλιοειδώς, δακτυλιοειδή, δακτυλιωτά, με δακτυλιοειδή
- ash στα ελληνικά - στάχτη
Τυχαίες λέξεις
Sweeping στα ελληνικά - Λεξικό: αγγλικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: σαρωτικός
Μεταφράσεις: σαρωτικός