Λέξη: ακτιβισμός
Σχετικές λέξεις: ακτιβισμός
ακτιβισμός ορισμός, μετοχικός ακτιβισμός, δικαστικός ακτιβισμός, ακτιβισμός είναι, διαδικτυακός ακτιβισμός, ψηφιακός ακτιβισμός, ακτιβισμός στην ελλάδα, λευκός ακτιβισμός, πνευματικός ακτιβισμός, κοινωνικός ακτιβισμός
Μεταφράσεις: ακτιβισμός
ακτιβισμός στα αγγλικά
Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
activism, activism is, activism has
ακτιβισμός στα ισπανικά
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
activismo, el activismo, activismo del, activismo de, Activism
ακτιβισμός στα γερμανικά
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
aktivismus, Aktivismus, Activism
ακτιβισμός στα γαλλικά
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
activisme, l'activisme, militantisme, Activism, le militantisme
ακτιβισμός στα ιταλικά
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
attivismo, attivismo nelle, l'attivismo, dell'attivismo, activism
ακτιβισμός στα πορτογαλικά
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
ativismo, activismo, o activismo, o ativismo
ακτιβισμός στα ολλανδικά
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
activisme, het activisme, het activisme van, Activism, activisme van
ακτιβισμός στα ρωσικά
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
актинизм, активность, активизм, Activism, Общественная деятельность
ακτιβισμός στα νορβηγικά
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
aktivisme, Aktivist utføring, Aktivist, Activism, aktivismen
ακτιβισμός στα σουηδικά
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
Aktivism, activism, aktiviteter, aktivismen, aktivism
ακτιβισμός στα φινλανδικά
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
aktivismi, aktivismin, Activism, aktivismia
ακτιβισμός στα δανικά
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
Aktivisme, Activism, aktivismen, Aktivism
ακτιβισμός στα τσεχικά
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
aktivismus, Aktivismus, Activism, aktivismu, aktivisté
ακτιβισμός στα πολωνικά
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
aktywizm, Activism, aktywizmu, aktywistów, dla aktywistów
ακτιβισμός στα ουγγρικά
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
aktivizmus, activism, Az aktivizmus, aktivizmusig, aktivizmust
ακτιβισμός στα τούρκικα
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
aktivizm, Activism, aktivizmi, Eylemcilik
ακτιβισμός στα ουκρανικά
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
активність, відвідини, діяльність
ακτιβισμός στα αλβανικά
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
aktivizmi, Aktivizem, aktivizmit, aktivizmit të, aktivizmi i
ακτιβισμός στα βουλγαρικά
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
активизъм, активизма
ακτιβισμός στα λευκορωσικά
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
актыўнасць, актыўнасьць
ακτιβισμός στα εσθονικά
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
aktiivsus, Kodanikualgatus, aktivism, Activism, aktivismi, seotud aktiivsus
ακτιβισμός στα κροατικά
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
aktivizam, aktivizma, aktivizmom, se aktivizam, aktivizam su
ακτιβισμός στα ισλανδικά
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
Aðgerðastefna, aðgerða, Activism, barátta, aktívismi
ακτιβισμός στα λιθουανικά
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
agitacija, agitavimas, aktyvumas, Aktyvizmas, aktyvizmo
ακτιβισμός στα λετονικά
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
aktīvisms, aktīvisma, aktivitāte, aktivitāti, norisēs
ακτιβισμός στα σλαβομακεδονικά
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
активизам, активизмот, активизам за
ακτιβισμός στα ρουμανικά
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
Activism, Activismului, activismul, de activism
ακτιβισμός στα σλοβενικά
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
aktivizem, aktivizma, Activism, aktivizmom
ακτιβισμός στα σλοβακικά
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
aktivizmus
Τυχαίες λέξεις