Λέξη: διασυρμός
Σχετικές λέξεις: διασυρμός
διασυρμόσ παπακωνσταντίνου στον παπαδάκη, διασυρμός συνώνυμα, διασυρμός λεξικό, διασυρμός μπαμπασάκης, διασυρμός ορισμός, διασυρμός πριν την ετυμηγορία, διασυρμόσ 14χρονησ στο διαδίκτυο με ροζ βίντεο
Μεταφράσεις: διασυρμός
διασυρμός στα αγγλικά
Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
drubbing, humiliation, ridicule, vilification, vilification of
διασυρμός στα ισπανικά
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
humillación, ridiculizar, degradación, vilipendio, difamación, denigración, la denigración, la difamación
διασυρμός στα γερμανικά
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
beschämung, gespött, spott, demütigung, verprügelnd, erniedrigung, Verunglimpfung, Schmähung, Verleumdung, Herabwürdigung, Diffamierung
διασυρμός στα γαλλικά
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
dérision, ridicule, goguenardise, persifler, raclée, abaissement, humiliation, avilissement, raillerie, ridiculiser, moquerie, persiflage, tripotée, bafouer, risée, peignée, diffamation, dénigrement, la diffamation, calomnie, la calomnie
διασυρμός στα ιταλικά
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
umiliazione, vilipendio, denigrazione, diffamazione, vilification, svilimento
διασυρμός στα πορτογαλικά
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
vilipêndio, calúnia, difamação, aviltamento, vilificação
διασυρμός στα ολλανδικά
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
spot, vernedering, laster, belasteren, verguizing, vilification, belastering
διασυρμός στα ρωσικά
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
битье, трунить, побои, унижение, насмешка, посмеяние, осмеивать, высмеивать, осмеяние, биение, принижение, уничижение, унизительность, делать, избиение, поношение, поношения, дискредитация, диффамация, очернение
διασυρμός στα νορβηγικά
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
spott, ydmykelse, latterliggjøre, hets, vilification, bakvasking, nedvurderingen, bakvaskelser
διασυρμός στα σουηδικά
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
förnedring, vilification, förtal, förtalet, smutskastning, förtals
διασυρμός στα φινλανδικά
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
pilkata, ilkkua, alennus, pilkka, nöyryytys, nälviä, parjaus, parjausta, mustamaalauksesta
διασυρμός στα δανικά
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
bagvaskelse, nedgørelse, bagvaskelser, bagvaskelsen, dæmonisering
διασυρμός στα τσεχικά
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
zesměšňovat, směšnost, bití, zesměšnit, posměch, ponižování, výsměch, výprask, ponížení, pokoření, hanobení, vilification
διασυρμός στα πολωνικά
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
upokorzenie, wykpić, ośmieszać, wyśmiewać, szyderstwo, wyśmiać, dworować, poniżenie, obicie, cięgi, śmieszność, oczernianie, szkalowanie
διασυρμός στα ουγγρικά
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
lealacsonyítás, nevetség, gúny, becsmérlés, rágalmazás, rágalmazási, A rágalmazás, becsmérléssel
διασυρμός στα τούρκικα
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
iftira, yerme, kötüleme, kötülenmesi, gibi tanımlar ise
διασυρμός στα ουκρανικά
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
приниження, биття, наругу, ганьбу, паплюження, зневагу, ганьблення
διασυρμός στα αλβανικά
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
shpifje, denigrim, përgojim
διασυρμός στα βουλγαρικά
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
унижение, насмешка, излияние, очерняне, оклеветяване, злословене, клевети, клеветене
διασυρμός στα λευκορωσικά
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
кляцьбу, зьневажаньне, ганьбу, паганьбеньне, зьнявагу
διασυρμός στα εσθονικά
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
alandus, Parjaus, halvustamisega
διασυρμός στα κροατικά
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
podsmijeh, podrugivanje, ismijavati, ogovaranje, klevetanje, ocrnjivanje, omalovažavanje
διασυρμός στα ισλανδικά
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
háð, niðurlæging, vilification
διασυρμός στα λιθουανικά
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
vilification, Zākāšana, Oczernianie
διασυρμός στα λετονικά
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
zākāšana, nomelnošanu
διασυρμός στα σλαβομακεδονικά
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
клеветење, оцрнувањето, навреди
διασυρμός στα ρουμανικά
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
defăimării, demonizare, defaimare, denigrării, calomniere
διασυρμός στα σλοβενικά
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
bití, obrekovanja
διασυρμός στα σλοβακικά
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
výprask, bití, ponížení, hanobenie, hanobenia, hanobeniu, poškodzovaniu povesti, za hanobenie
Τυχαίες λέξεις