Tall στα ελληνικά

Μετάφραση: tall, Λεξικό: αγγλικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
αγγλικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ψηλός
Tall στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • avocation στα ελληνικά - ενασχόληση, η ενασχόληση, ενασχόλησης, ενασχόλησή, της ενασχόλησης
  • cataloguing στα ελληνικά - καταλογογράφηση, καταλογογράφησης, την καταλογογράφηση, καταγραφή, της καταλογογράφησης
Τυχαίες λέξεις
Tall στα ελληνικά - Λεξικό: αγγλικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ψηλός