Λέξη: αμφιβολία

Σχετικές λέξεις: αμφιβολία

αμφιβολία στίχοι παπαγεωργίου, αμφιβολία 2008, αμφιβολία στίχοι, αμφιβολία δεληβοριάς, αμφιβολία αποφθέγματα, αμφιβολία αντωνυμο, αμφιβολία μαρία παπαγεωργίου, αμφιβολία συνώνυμα, αμφιβολία ετυμολογία, αμφιβολία ταινία

Μεταφράσεις: αμφιβολία

αμφιβολία στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
doubt, doubts, no doubt, question, a doubt

αμφιβολία στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
dudar, escrúpulo, duda, duda de, duda alguna, cabe duda

αμφιβολία στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
zweifeln, anzweifeln, bezweifeln, zweifel, ungewissheit, Zweifel, zweifellos, Zweifelsfall, Zweifel daran

αμφιβολία στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
incertitude, doute, douter, doutez, tiraillement, doutent, indécision, doutons, de doute, aucun doute, le doute

αμφιβολία στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
dubbio, dubitare, dubbi, sicuramente, di dubbio

αμφιβολία στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
trair, incerteza, dúvida, duvidar, dúvidas, dúvida de, dúvidas de

αμφιβολία στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
dubben, twijfel, betwijfelen, twijfelen, ongetwijfeld, twijfel over, overduidelijk, twijfelt

αμφιβολία στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
усомниться, сомневаться, сомнение, сомнения, сомнений

αμφιβολία στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
tvil, tvile, uvisshet, tvil om, imponerte, tvils, sikkert

αμφιβολία στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
tvivla, betvivla, tvivel, tvekan, tvivel om, tvekan om, säkert

αμφιβολία στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
epäilys, epäily, epätietoisuus, epäillä, epäilystäkään, teki tänään, epäilystä, epäilemättä

αμφιβολία στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
tvivl, tvivle, tvivl om, i tvivl

αμφιβολία στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
pochybnost, nejistota, pochyba, pochybovat, pochyb, pochyb o tom, pochybnosti

αμφιβολία στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
wątpić, niepewność, zwątpić, zwątpienie, powątpiewanie, wątpliwość, powątpiewać, wątpliwości, wątpienia

αμφιβολία στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
kétség, kétséges, kétséget, kétségek

αμφιβολία στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
kuşkulanmak, şüphe, şüphesiz, kuşkusuz, kuşku, bir şüphe

αμφιβολία στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
сумніватися, сумнів, сумніви

αμφιβολία στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
dyshim, ka dyshim, dyshimi, dyshim se, padyshim

αμφιβολία στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
съмнение, съмнение беше, съмнения, несъмнено

αμφιβολία στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
сумнеў, сумненне, сумненьне

αμφιβολία στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
kahtlus, kahtlema, kahtlust, igasuguse kahtluseta, kahtluseta

αμφιβολία στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
sumnje, dvojba, sumnjati, strah, sumnja, sumnje da, dvojbe

αμφιβολία στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
efa, efast, efi, vafi, vafi á, vafi á því

αμφιβολία στα λατινικά

Λεξικό:
λατινικά
Μεταφράσεις:
dubitare, dubium

αμφιβολία στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
abejojimas, abejoti, abejonė, abejonių, abejonės, abejo

αμφιβολία στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
šaubas, šaubīties, šaubu, šaubām

αμφιβολία στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
сомневањето, сомнение, се сомневам, сомневам, сомнеж, сомневање

αμφιβολία στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
dubiu, îndoială, o îndoială, indoiala, îndoieli

αμφιβολία στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
dvom, dvomiti, dvoma, nedvomno, dvomi

αμφιβολία στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
pochyba, pochybnosť, pochybovať, pochybnosti, spochybniť, pochybovať o tom, pochýb
Τυχαίες λέξεις