Threatening στα ελληνικά

Μετάφραση: threatening, Λεξικό: αγγλικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
αγγλικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
απειλητικός, απειλή, απειλητική, απειλητική για, απειλητικές
Threatening στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • acclimating στα ελληνικά - εγκλιματιστεί, εγκλιματισμού, τον εγκλιματισμό, εγκλιματισμό
  • bows στα ελληνικά - τόξα, τα τόξα, φιόγκους, τόξων, φιόγκοι
  • cess στα ελληνικά - διεργασίας
Τυχαίες λέξεις
Threatening στα ελληνικά - Λεξικό: αγγλικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: απειλητικός, απειλή, απειλητική, απειλητική για, απειλητικές