Λέξη: εγγυητής
Σχετικές λέξεις: εγγυητής
εγγυητής σε επαγγελματική μίσθωση, εγγυητής και υπερχρεωμένα νοικοκυριά, εγγυητής σε σύμβαση μίσθωσης, εγγυητής σε δάνειο, εγγυητής δανείου, εγγυητής και υπερχρεωμένα, εγγυητής σε στεγαστικό δάνειο, εγγυητής υπερχρεωμένα νοικοκυριά, εγγυητής στεγαστικού δανείου, εγγυητής σε καταναλωτικό δάνειο
Συνώνυμα: εγγυητής
εγγύηση, δεσμός, ομολογία, σεσούλα, αντλία, ασφάλεια, βεβαιότητα, ανάδοχος, υποστηρικτής, μάρτυς, απόδειξη πληρωμής, διατακτική ταξιδιού, παραστατικό στοιχείο, ασφάλιση, μετοχή, χρεόγραφο
Μεταφράσεις: εγγυητής
εγγυητής στα αγγλικά
Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
guarantor, guarantee, surety, sponsor, a guarantor
εγγυητής στα ισπανικά
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
abonador, garante, fiador, avalista, garantía, de garante
εγγυητής στα γερμανικά
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
gewährsmann, garant, bürge, Garant, Garantiegeber, Bürge, Garanten, Bürgen
εγγυητής στα γαλλικά
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
répondant, accréditeur, garant, caution, garante, le garant
εγγυητής στα ιταλικά
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
garante, fideiussore, garanti, del garante, di garante
εγγυητής στα πορτογαλικά
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
fiador, avalista, garante, garantia, garantidor
εγγυητής στα ολλανδικά
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
garant, borg, garantiegever, zekerheidssteller, waarborg
εγγυητής στα ρωσικά
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
индоссант, поручитель, лицо, гарант, гарантом, гаранта, поручителем
εγγυητής στα νορβηγικά
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
garantist, garantisten, kausjonisten, garanti, kausjonistens
εγγυητής στα σουηδικά
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
borgensman, garant, borgensmannen, borgens, garanten
εγγυητής στα φινλανδικά
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
takaaja, takaajan, takaajana, takaajalle, takaajaan
εγγυητής στα δανικά
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
garant, kautionisten, garanten, kautionist, garantistilleren
εγγυητής στα τσεχικά
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
ručitel, garant, garantem, ručitelem, ručitele
εγγυητής στα πολωνικά
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
gwarant, żyrant, poręczyciel, gwarantem, gwaranta, poręczyciela
εγγυητής στα ουγγρικά
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
kezes, szavatos, garanciavállaló, kezese, kezest, kezességet
εγγυητής στα τούρκικα
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
kefil, garantör, garantörü, garantörlük
εγγυητής στα ουκρανικά
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
гарант, аваліст, поручитель, Автогражданка
εγγυητής στα αλβανικά
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
garant, garantues, garantuesi, garantuese, garantuesit
εγγυητής στα βουλγαρικά
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
поръчителя, гарант, поръчител, гаранта, гарантът, гаранти
εγγυητής στα λευκορωσικά
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
гарант, гарантам
εγγυητής στα εσθονικά
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
tagaja, garant, käendaja, garandi, tagajana
εγγυητής στα κροατικά
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
jamac, garant, Jamac se, jamca, je jamac
εγγυητής στα ισλανδικά
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
ábyrgðarmaður, ábyrgðaraðila, ábyrgðarmanni, ábyrgðarmanns, ábyrgðaraðili
εγγυητής στα λιθουανικά
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
garantas, garanto, garantui, laiduotojas, garantu
εγγυητής στα λετονικά
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
galvotājs, galvinieks, garants, garantētājs, galvotājam
εγγυητής στα σλαβομακεδονικά
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
гарант, жирант, гарантот, жирантот, гаранција
εγγυητής στα ρουμανικά
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
garant, de garant, garantul, garantului, garanți
εγγυητής στα σλοβενικά
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
garant, porok, garanta, poroka, jamstva
εγγυητής στα σλοβακικά
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
garant, ručiteľ, ručiteľa, ručiteľom
Τυχαίες λέξεις