Λέξη: αδιάβροχος

Σχετικές λέξεις: αδιάβροχος

αδιάβροχος aντάπτορας 12v, αδιάβροχος αρμόστοκος, αδιάβροχος σοβάς, αδιάβροχος σάκος, αδιάβροχος στόκος, αδιάβροχος μουσαμάς, αδιάβροχος φακός κεφαλής, αδιάβροχος φακός, αδιάβροχος διακόπτης

Συνώνυμα: αδιάβροχος

υδατοστεγής, αδιαπέραστος, αντέχων εις κάθε καιρόν

Μεταφράσεις: αδιάβροχος

αδιάβροχος στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
waterproof, weatherproof, impermeable, watertight, with waterproof

αδιάβροχος στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
impermeable, resistente al agua, prueba de agua, impermeables, a prueba de agua

αδιάβροχος στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
regenmantel, wasserunlöslich, wasserdicht, wasserfest, wasserdichte, wasserdichten

αδιάβροχος στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
étanche, imperméable, imperméable à l'eau, imperméables, étanches

αδιάβροχος στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
impermeabile, impermeabili, impermeabile di, waterproof, impermeabilizzano

αδιάβροχος στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
melancia, impermeabilizar, à prova d'água, impermeável, prova d'água, Waterproof, à prova de água

αδιάβροχος στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
waterdicht, waterbestendig, waterdichte, waterproof Voeg, waterproof

αδιάβροχος στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
водонепроницаемый, водонепроницаемая, водонепроницаемым, водонепроницаемой, водонепроницаемые

αδιάβροχος στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
regnfrakk, vanntett, vanntette, vann, vannfast, vanntetting

αδιάβροχος στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
vattentät, vattentätt, vattentäta, vatten, vattenfast

αδιάβροχος στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
sadetakki, vesitiivis, vedenpitävä, vedenpitävät, vedenkestävä, vedenpitäviä

αδιάβροχος στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
vandtæt, vandtætte, vandfast, vandafvisende

αδιάβροχος στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
vodotěsný, nepromokavý, nepropustný, vodotěsné, nepromokavé, vodotěsná, voděodolný

αδιάβροχος στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
wodoodporny, wodoszczelny, nieprzemakalny, wodoodporna, wodoodporne

αδιάβροχος στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
vízálló, vízhatlan, vízzáró

αδιάβροχος στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
yağmurluk, su geçirmez, geçirmez, su geçirmez bir, sugeçirmez

αδιάβροχος στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
лейка, водонепроникний, водостійкий

αδιάβροχος στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
i papërshkueshëm nga uji, papërshkueshëm nga uji, të papërshkueshëm nga uji

αδιάβροχος στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
непромокаем, водоустойчива, водоустойчив, водоустойчиви, водонепроницаем

αδιάβροχος στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
воданепранікальны

αδιάβροχος στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
veekindel, veekindla, veekindlad, veekindlast, vee-

αδιάβροχος στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
nepromočiv, vodootporan, vodootporni, vodootporna, vodootporne, vodootporno

αδιάβροχος στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
vatnsheldur, vatnsþétt, vatnsheld, vatnshelt

αδιάβροχος στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
lietpaltis, neperšlampamas, vandeniui, atsparus vandeniui, atspari vandeniui, vandeniui atspari

αδιάβροχος στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
lietusmētelis, ūdensnecaurlaidīgs, ūdensizturīgs, ūdensnecaurlaidīga, ūdensdrošs, ūdensizturīga

αδιάβροχος στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
водоотпорен, водоотпорна, водоотпорни, водоотпорно, со водоотпорно

αδιάβροχος στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
impermeabil, rezistent la apa, impermeabile, impermeabilă, rezistent la apă

αδιάβροχος στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
nepremočljiva, vodotesen, vodoodporni, vodotesno, vodoodporen

αδιάβροχος στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
vodotesný, vodotesné
Τυχαίες λέξεις