Tricky στα ελληνικά

Μετάφραση: tricky, Λεξικό: αγγλικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
αγγλικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
δύσκολος, πονηρός
Tricky στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • adsorb στα ελληνικά - προσροφά, προσροφούν, προσροφήσουν, προσροφώνται, προσροφηθεί
  • alexandrine στα ελληνικά - Αλεξανδρινής, Αλεξανδρινό, Αλεξανδρινός, Αλεξανδρινών
  • auto στα ελληνικά - Auto, αυτόματη, αυτοκινήτων, αυτόματης, αυτόματο
Τυχαίες λέξεις
Tricky στα ελληνικά - Λεξικό: αγγλικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: δύσκολος, πονηρός