Λέξη: καθρέφτης
Σχετικές λέξεις: καθρέφτης
καθρέφτης αλμωπίας, καθρέπτης μπάνιου, καθρέφτης ικεα, καθρέφτης όνειρο, καθρέφτης αυτοκινήτου για μωρά, καθρέφτης αυτοκινήτου, καθρέφτης χαλκίδα, καθρέφτης δεληβοριάς, καθρέπτης τοίχου, καθρέφτης στίχοι
Συνώνυμα: καθρέφτης
κάτοπτρο, αντανακλαστήρ
Μεταφράσεις: καθρέφτης
καθρέφτης στα αγγλικά
Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
mirror, a mirror, up mirror, mirror of, Cosmetic mirror
καθρέφτης στα ισπανικά
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
espejo, reflejar, luna, cristal, del espejo, espejos, con Espejos, espejo de
καθρέφτης στα γερμανικά
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
außenspiegel, widerspiegeln, spiegel, spiegeln, reflektieren, Spiegel, Spiegels
καθρέφτης στα γαλλικά
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
refléter, miroiter, répercuter, rétroviseur, glace, renvoyer, miroir, réfléchir, Mirror, miroir de
καθρέφτης στα ιταλικά
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
riflettere, specchio, dello specchio, specchietto, specchio di, a specchio
καθρέφτης στα πορτογαλικά
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
minutos, espelho, reflectir, espelho de, do espelho, mirror, de espelho
καθρέφτης στα ολλανδικά
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
afspiegelen, spiegel, Mirror, de Spiegel, spiegelbeeld, spiegel van
καθρέφτης στα ρωσικά
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
отображать, отразить, отшибить, отражать, отбивать, отколотить, отобразить, отражение, отбить, зеркало, Mirror, зеркала, Зеркальное, зеркальный
καθρέφτης στα νορβηγικά
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
speile, speil, avspeile, Mirror, speilet
καθρέφτης στα σουηδικά
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
återspegla, spegel, Spegel, Mirror, Spegelvänd, Speglar
καθρέφτης στα φινλανδικά
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
heijastaa, kuvastin, kajastaa, peili, Mirror, peilin, Peilit, peiliin
καθρέφτης στα δανικά
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
spejl, Mirror, Spejl, spejle
καθρέφτης στα τσεχικά
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
odrážet, zrcadlo, Mirror, zrcátko, Zrcadlový, Zrcátka
καθρέφτης στα πολωνικά
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
zwierciadło, odzwierciedlać, odbijać, odbicie, lusterko, lustro, lusterka, mirror
καθρέφτης στα ουγγρικά
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
tükör, Mirror, tükröt, tükörben, tükörrel
καθρέφτης στα τούρκικα
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
ayna, Mirror, aynası, Aynalı, aynalar
καθρέφτης στα ουκρανικά
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
Дзеркало, дзеркала, Зеркало
καθρέφτης στα αλβανικά
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
pasqyrë, Mirror, pasqyrë e, pasqyra, pasqyrë të
καθρέφτης στα βουλγαρικά
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
перкало, огледало, Mirror, огледална, за огледало, Огледалото
καθρέφτης στα λευκορωσικά
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
люстра, лёд, люстэрка, Зеркало
καθρέφτης στα εσθονικά
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
peegeldama, peegel, Mirror, Peegli, peeglit, peegelriba
καθρέφτης στα κροατικά
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
obrazac, odražavati, zrcalo, odbijati, ogledalo, Mirror, ogledalo za, zrcalna
καθρέφτης στα ισλανδικά
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
spegill, Mirror, spegil, Daily Mirror, spegla
καθρέφτης στα λατινικά
Λεξικό:
λατινικά
Μεταφράσεις:
speculum
καθρέφτης στα λιθουανικά
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
veidrodis, Mirror, veidrodėlis
καθρέφτης στα λετονικά
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
spogulis, Mirror, spoguli, spoguļa, spoguļu
καθρέφτης στα σλαβομακεδονικά
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
огледалото, огледало, мирор, Mirror, алтернативен сервер
καθρέφτης στα ρουμανικά
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
oglindă, Mirror, Oglinda, Oglinzi, în oglindă
καθρέφτης στα σλοβενικά
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
zrcalo, ogledalo, Mirror, ogledala, zrcalnem
καθρέφτης στα σλοβακικά
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
zrkadlo, Zrcadlo
Στατιστικά δημοτικότητας: καθρέφτης
Τυχαίες λέξεις