Λέξη: ανταποκρινόμενος

Μεταφράσεις: ανταποκρινόμενος

ανταποκρινόμενος στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
responsive, response, responding, responder, in response

ανταποκρινόμενος στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
sensible, respuesta, la respuesta, de respuesta, respuesta de, respuestas

ανταποκρινόμενος στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
ansprechbar, Antwort, Reaktion, Reaktions

ανταποκρινόμενος στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
impressionnable, passible, sensible, réponse, réaction, la réponse, intervention, répondre

ανταποκρινόμενος στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
risposta, di risposta, reazione, la risposta, risposte

ανταποκρινόμενος στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
resposta, de resposta, resposta de, a resposta, respostas

ανταποκρινόμενος στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
antwoord, reactie, respons, reactietijd, aanleiding

ανταποκρινόμενος στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
отзывчивый, ответный, реактивный, ответ, реакция, ответа, отклик, отклика

ανταποκρινόμενος στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
svar, respons, reaksjon, responsen, svaret

ανταποκρινόμενος στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
respons, svar, gensvar, svaret, reaktion

ανταποκρινόμενος στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
herkkä, vastaus, vastauksena, vaste, vastausta, vastauksen

ανταποκρινόμενος στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
svar, respons, reaktion, indsats, svaret

ανταποκρινόμενος στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
citlivý, vnímavý, odpověď, odezva, reakce, odezvy, odpovědí

ανταποκρινόμενος στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
wrażliwy, odpowiadający, odpowiedź, reakcja, reagowanie, odpowiedzi, reakcji

ανταποκρινόμενος στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
válaszoló, válasz, választ, válaszul, válaszként, válasza

ανταποκρινόμενος στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
yanıt, tepki, cevap, yanıtı, tepkisi

ανταποκρινόμενος στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
відповідально, відповідь, відповіді, Відповісти

ανταποκρινόμενος στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
përgjigje, Përgjigja, Përgjigja e, reagimi, përgjigjja e

ανταποκρινόμενος στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
отговор, реакция, отговора, реагиране, отговор на

ανταποκρινόμενος στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
адказ

ανταποκρινόμενος στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
reageeriv, tundlik, vastus, vastuse, vastuseks, vastust, reageerimise

ανταποκρινόμενος στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
osjetljiv, uzvratni, odgovor, odgovora, reakcija, odziv, odziva

ανταποκρινόμενος στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
svar, viðbrögð, svörun, bregðast, að bregðast

ανταποκρινόμενος στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
atsakymas, atsakas, atsako, reakcija, atsakymą

ανταποκρινόμενος στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
atbilde, reakcija, reakcijas, atbildes reakcija, reaģēšanas

ανταποκρινόμενος στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
одговор, реакција, одговорот, како одговор, одговор на

ανταποκρινόμενος στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
răspuns, raspuns, răspunsul, de răspuns, reacție

ανταποκρινόμενος στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
odgovor, odziv, odziva, odzivni, odgovora

ανταποκρινόμενος στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
citlivý, vnímavý, odpoveď, odpovede, Vaša odpoveď, odpovedi
Τυχαίες λέξεις