Whip στα ελληνικά
Μετάφραση: whip, Λεξικό: αγγλικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
αγγλικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
νικώ, μαστιγώνω, μαστίζω
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- attendance στα ελληνικά - παρουσία
- blow-out στα ελληνικά - blow-, εκφύσησης, εκρήξεων, σε έκρηξη, της εκκενώσεως
- camouflaged στα ελληνικά - καμουφλαρισμένα, καμουφλαρισμένο, καμουφλαρισμένη, καμουφλαρισμένοι, καμουφλάρονται
Τυχαίες λέξεις
Whip στα ελληνικά - Λεξικό: αγγλικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: νικώ, μαστιγώνω, μαστίζω
Μεταφράσεις: νικώ, μαστιγώνω, μαστίζω