Λέξη: άσπλαχνος
Συνώνυμα: άσπλαχνος
σκληρός, απάνθρωπος, αιμοβόρος, ανελέητος, ανηλεής, άσπλαγχνος, ασυνείδητος
Μεταφράσεις: άσπλαχνος
άσπλαχνος στα αγγλικά
Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
ruthless, unmerciful, cruel, remorseless, pitiless, merciless
άσπλαχνος στα ισπανικά
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
cruel, despiadado, inmisericorde, sin misericordia, despiadada, despiadados
άσπλαχνος στα γερμανικά
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
skrupellos, unbarmherzig, rabiat, unbarmherzigen, unbarmherzige, unbarmherziger, unmerciful
άσπλαχνος στα γαλλικά
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
impitoyable, féroce, cruel, sans pitié, unmerciful, sans merci, de miséricorde
άσπλαχνος στα ιταλικά
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
spietato, spietata, spietati, unmerciful, senza pietà
άσπλαχνος στα πορτογαλικά
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
inclemente, impiedoso, sem misericórdia, unmerciful, incompassivo
άσπλαχνος στα ολλανδικά
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
meedogenloos, onbarmhartig, ongenadig, onbarmhartige, onbarmhartigen, genadeloze
άσπλαχνος στα ρωσικά
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
жестокий, беспощадный, немилосердный, безжалостный, немилостивы, немилосердны, безжалостным
άσπλαχνος στα νορβηγικά
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
ubarmhjertig, ubarmhjertige, nådeløst, unmerciful, nådeløs
άσπλαχνος στα σουηδικά
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
unmerciful, obarmhärtige, obarmhärtig, obarmhärtiga, skoningslös
άσπλαχνος στα φινλανδικά
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
silmitön, armoton, säälimätön, unmerciful, armottoman
άσπλαχνος στα δανικά
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
ubarmhjertige, ubarmhjertig, gældbundne, nådesløse, unmerciful
άσπλαχνος στα τσεχικά
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
bezcitný, krutý, nelítostný, nemilosrdný
άσπλαχνος στα πολωνικά
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
bezlitosny, bezpardonowy, bezwzględny, niemiłosierny, niemiłosierni, bezlitosne, unmerciful, niemiłosierne
άσπλαχνος στα ουγγρικά
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
könyörtelen, kegyetlen, irgalmatlanok, könyörtelenek
άσπλαχνος στα τούρκικα
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
merhametsiz, acımasız, unmerciful, zalimce, insafsız
άσπλαχνος στα ουκρανικά
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
безжалісний, безжальний, безжалісна
άσπλαχνος στα αλβανικά
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
i pamëshirshëm, pamëshirshëm, të pamëshirshëm, i ashpër, i rreptë
άσπλαχνος στα βουλγαρικά
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
безмилостен, немилостиви, немилостив, жесток, безмилостни
άσπλαχνος στα λευκορωσικά
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
бязлітасны, бязьлітасны, няўмольны, бязлітасным
άσπλαχνος στα εσθονικά
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
halastamatu, halastuseta, halastamatud, Säälimätön
άσπλαχνος στα κροατικά
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
okrutan, nepopustljiv, nemilosrdan, nemilosrdni, nemilosrdna, nemilostiv
άσπλαχνος στα ισλανδικά
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
unmerciful
άσπλαχνος στα λιθουανικά
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
negailestingas, negailestingi, atvirkščiu dalyku, Nielitościwy, kietaširdis
άσπλαχνος στα λετονικά
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
cietsirdīgs, nežēlīgs
άσπλαχνος στα σλαβομακεδονικά
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
немилосрдно, немилосрден, тежок, прекален
άσπλαχνος στα ρουμανικά
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
nemilos, feroce, fără milă, nemilostiv, nemiloasă
άσπλαχνος στα σλοβενικά
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
neprizanesljiv, Nemilosrdan
άσπλαχνος στα σλοβακικά
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
nemilosrdný, nemilosrdné
Τυχαίες λέξεις