Λέξη: σφάζω
Σχετικές λέξεις: σφάζω
σφάζω ονειροκρίτης, σφάζω με το μπαμπάκι, σφάζω με το βαμβάκι
Συνώνυμα: σφάζω
σκοτώνω, φονεύω, καταστρέφω, θανατώνω, εξουδετερώνω, κρεουργώ
Μεταφράσεις: σφάζω
σφάζω στα αγγλικά
Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
butcher, slay, massacre, kill, throats
σφάζω στα ισπανικά
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
carnicero, matarife, carnicería, de carnicero, carnicero de, carnicerías
σφάζω στα γερμανικά
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
schlachten, fleischer, schlächter, Metzger, Fleischer, Schlachter, Metzgerei
σφάζω στα γαλλικά
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
boucher, massacrer, abattre, gâcheur, charcutier, bousilleur, boucherie, égorger
σφάζω στα ιταλικά
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
macellaio, macelleria, macellerie, da macellaio
σφάζω στα πορτογαλικά
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
massacrar, açougueiro, carniceiro, Butcher, açougue, talho
σφάζω στα ολλανδικά
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
slachter, slachten, vleeshouwer, afslachten, slager, slagerij, slagers, de slager, butcher
σφάζω στα ρωσικά
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
мясник, киллер, палач, убийца, мясника, мясником, мясной
σφάζω στα νορβηγικά
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
slakter, slakteren, kjøtt, slaktere
σφάζω στα σουηδικά
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
slaktare, slaktaren, butcher, slakt, kött
σφάζω στα φινλανδικά
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
hutilus, lahdata, teurastaa, teurastaja, lihakauppias, teurastajan, lihakauppa, butcher
σφάζω στα δανικά
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
slagter, slagteren, butcher, slagterbutik
σφάζω στα τσεχικά
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
řezník, řeznictví, řezníka, řezníkem, zabijačka
σφάζω στα πολωνικά
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
mordować, wyrzynać, wyrzynanie, zarzynać, rzeźnik, mordowanie, masarz, oprawca, Butcher, rzeźnika, rzeźnikiem, mięsny
σφάζω στα ουγγρικά
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
hentes, mészáros, sebész, hentesáru, hentest
σφάζω στα τούρκικα
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
kasap, Butcher, The Butcher, Kasabı, bir kasap
σφάζω στα ουκρανικά
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
убивця, м'ясник, різник, мясник, м`ясник
σφάζω στα αλβανικά
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
mishshitës, kasap, mishi, kasapi, kasap i, butcher
σφάζω στα βουλγαρικά
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
палач, касапин, месар, месарски, месарница, касапски
σφάζω στα λευκορωσικά
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
мяснік, мясьнік, мясьніком
σφάζω στα εσθονικά
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
tapma, lihunik, veristama, lihuniku, lihunikule, lihamüüja, butcher
σφάζω στα κροατικά
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
mesar, mesnica, krvnik, mesara, mesnice
σφάζω στα ισλανδικά
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
kjötkaupmaður, Butcher, slátrari, slátrarinn
σφάζω στα λιθουανικά
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
mėsininkas, mėsininko, budelis, kraipyti, papjauti
σφάζω στα λετονικά
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
miesnieks, gaļas, miesnieka, miesniekam, miesnieki
σφάζω στα σλαβομακεδονικά
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
месар, месарот, Касапот, касап, крвникот
σφάζω στα ρουμανικά
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
măcelar, macelar, de măcelar, măcelărie, măcelarul
σφάζω στα σλοβενικά
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
beznik, mesar, mesnica, butcher, mesarski
σφάζω στα σλοβακικά
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
mäsiar, řezník, mäsiara
Τυχαίες λέξεις