Willingly στα ελληνικά

Μετάφραση: willingly, Λεξικό: αγγλικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
αγγλικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
εκών, οικειοθελώς, πρόθυμα, προθυμία, με προθυμία, θέλησή
Willingly στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • acting στα ελληνικά - αναπληρωματικός
  • afghanistan στα ελληνικά - Αφγανιστάν, το Αφγανιστάν, του Αφγανιστάν, στο Αφγανιστάν
  • ash-box στα ελληνικά - τέφρα, τέφρας, νατρίου, στάχτη, στάχτης
Τυχαίες λέξεις
Willingly στα ελληνικά - Λεξικό: αγγλικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: εκών, οικειοθελώς, πρόθυμα, προθυμία, με προθυμία, θέλησή