Λέξη: ερωτικός
Συνώνυμα: ερωτικός
ερωτομανής, ερωτευμένος, ερωτόληπτος
Μεταφράσεις: ερωτικός
ερωτικός στα αγγλικά
Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
amorous, amatory, erotic, Eroticus, Erotikos
ερωτικός στα ισπανικά
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
erótico, erótica, eróticos, eróticas, erotico
ερωτικός στα γερμανικά
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
verliebt, erotisch, erotische, erotischen, Erotik
ερωτικός στα γαλλικά
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
romantique, amoureux, érotique, érotiques, erotique, érotisme, erotic
ερωτικός στα ιταλικά
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
erotico, erotica, erotic, erotiche, erotici
ερωτικός στα πορτογαλικά
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
erótico, erótica, erotic, eróticos, eróticas
ερωτικός στα ολλανδικά
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
erotisch, erotische, de erotische, erotiek
ερωτικός στα ρωσικά
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
амурный, влюбчивый, любящий, любовный, влюбленный, эротический, эротика, эротические, эротическое, эротическая
ερωτικός στα νορβηγικά
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
erotisk, erotiske, Erotikk, Erotikk Eventyr, Erotic
ερωτικός στα σουηδικά
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
erotisk, erotiska, erotik, erotiskt, erotic
ερωτικός στα φινλανδικά
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
romanttinen, eroottinen, Erotic, eroottisia, eroottisen, eroottista
ερωτικός στα δανικά
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
erotisk, Erotic, erotiske, Erotik
ερωτικός στα τσεχικά
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
milostný, zamilovaný, erotický, erotické, erotického, Erotic, erotiky
ερωτικός στα πολωνικά
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
miłosny, zakochany, amatorski, kochliwy, erotyczny, erotyk, erotyczne, erotycznych, erotyczna
ερωτικός στα ουγγρικά
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
erotikus, erotic, erotika, az erotikus, érzéki
ερωτικός στα τούρκικα
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
erotik, Erotizm, Erotic, erotik bir
ερωτικός στα ουκρανικά
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
любовний, люблячий, влюбливий, амурний, улюбливий, еротичний
ερωτικός στα αλβανικά
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
erotik, erotike, shtëpi erotik
ερωτικός στα βουλγαρικά
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
любовния, еротичен, еротични, еротично, еротична, еротичната
ερωτικός στα λευκορωσικά
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
эратычны, Эратычныя
ερωτικός στα εσθονικά
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
armunud, lögane, erootiline, erootilise, erootiliste, erootilist, Erootilised
ερωτικός στα κροατικά
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
ljubavnički, zaljubljen, zaljubljiv, ljubavni, erotski, erotskog, erotske, erotska, erotičan
ερωτικός στα ισλανδικά
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
erótískur, erótísk, Erotic, erótíska
ερωτικός στα λιθουανικά
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
romantiškas, romantinis, erotika, erotinis, Erotiniai, erotinio, erotinių
ερωτικός στα λετονικά
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
fantastisks, romantisks, erotisks, erotiska, erotiskā, erotic, erotisku
ερωτικός στα σλαβομακεδονικά
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
еротски, еротска, еротските, еротско, еротската
ερωτικός στα ρουμανικά
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
romantic, erotic, erotică, erotice, erotica
ερωτικός στα σλοβενικά
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
erotično, erotična, erotični, erotične, erotičen
ερωτικός στα σλοβακικά
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
zamilovaný, milostný, erotický, erotické
Στατιστικά δημοτικότητας: ερωτικός
Τυχαίες λέξεις