Λέξη: αξία

Σχετικές λέξεις: αξία

αξία εθελοντισμού, αξία cif, αξία συναλλαγών για τις οποίες δεν υπάρχει υποχρέωση υποβολής στοιχείων στις αναλυτικές γραμμές, αξία χρυσού, αξία εφημερίδα, αξία παλαιών ελληνικών νομισμάτων, αξία ακινήτων, αξία ανεκτίμητη, αξία αντωνυμο, αξία χρυσής λίρας, διατροφική αξία, αντικειμενική αξία

Συνώνυμα: αξία

τιμή, κόστος, βαθμός, τάξη, αναλογία, ποσό, προτέρημα, αντίμο, διαμέτρημα, ικανότητα, αξιολόγηση, εκτίμηση, αξιότης, αξιότητα, ονομασία, δόγμα, αίρεση, θρήσκευμα, μονάδα

Μεταφράσεις: αξία

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
value, merit, worth, value of, amount
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
cotizar, valorar, importe, tasar, estimar, valía, valorizar, merecimiento, mérito, valor, ...
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
respektieren, verdienst, einschätzen, schätzen, bewerten, größe, wert, Wert, Wertes
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
priser, honorer, mériter, gravité, mérite, coter, signification, chiffrer, évaluer, avantage, ...
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
merito, apprezzare, valutare, pregio, valore, meritare, valuta, stimare, valore di, value, ...
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
caro, mero, valor, valioso, mérito, apreciar, valorizar, merecimento, valor de, o valor, ...
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
verdienste, verdienen, toekomen, gehalte, waarderen, achten, taxeren, schatten, waarde, prijs, ...
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
драгоценность, заслуга, оценивать, валюта, заслужить, заслуживать, достоинство, цена, дорожить, величина, ...
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
fortjene, verd, fortjeneste, taksere, valør, vurdere, verdi, verdien, valuta
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
förtjänst, valuta, uppskatta, värde, valör, värdera, merit, förtjäna, värdet
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
ansio, ansaita, arvo, avu, vaalia, väärti, arvioida, arvon, arvoa, arvoon
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
fortjene, værdi, fortjeneste, værdien, vaerdi
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
výhoda, hodnota, ocenit, odhadnout, zásluha, cena, ohodnotit, hodnotit, bonita, význam, ...
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
wycenić, szacować, walor, waluta, znaczenie, szacowanie, zasługiwać, wyceniać, szanować, właściwość, ...
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
érdem, érték, értéke, értéket, értékét
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
değer, yararlık, değeri, değeri var, value, bir değer
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
коштовність, меринос, цінність, значення, величина, цінити, Значение
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
vlerë, vlera, vlerë të, vlera e, vlerën
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
ценност, заслуга, стойност, стойността, цена, стойност на
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
значэнне, значэньне
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
teene, väärima, hindama, väärtus, väärtust, väärtuse, raha, väärtusest
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
postignuće, zaslužiti, poštovati, cijena, sposobnosti, steći, veličina, vrijednosti, vrijednost
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
verðskulda, gildi, verðmæti, virði, gildið
Λεξικό:
λατινικά
Μεταφράσεις:
dignitas, pendo
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
kaina, nuopelnas, vertė, vertės, vert, reikšmė
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
vērtība, cena, cenas, vērtību, vērtības
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
вредност, вредноста, вредност не, вредноста не
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
evalua, merit, importanţă, valoare, valoarea, o valoare, valoare nu, pe valoarea
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
bonita, cena, vrednost, vrednosti
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
hodnota, cena, zaslúžiť, výhoda, bonita, hodnotu, hodnoty

Στατιστικά δημοτικότητας: αξία

Τυχαίες λέξεις