Gropë στα ελληνικά
Μετάφραση: gropë, Λεξικό: αλβανικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
αλβανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
λάκκος, τρύπα, ορυχείο, οπή, οπής, οπών, τρύπας
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- grij στα ελληνικά - κιμάς, μάσσω, λιανίζω, ακκίζομαι, ψιλοκόβω, κολάζω
- gripi στα ελληνικά - γρίπη, Flu, της γρίπης, γρίπη των, τη γρίπη
- grosha στα ελληνικά - φασόλι, Grosha
- grua στα ελληνικά - φαρδύς, θηλυκός, ευρύς, γυναίκα, σύζυγος, γυναίκας, γυναίκα που, ...
Τυχαίες λέξεις
Gropë στα ελληνικά - Λεξικό: αλβανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: λάκκος, τρύπα, ορυχείο, οπή, οπής, οπών, τρύπας
Μεταφράσεις: λάκκος, τρύπα, ορυχείο, οπή, οπής, οπών, τρύπας