Λέξη: ανήθικος
Σχετικές λέξεις: ανήθικος
ανήθικοσ συνώνυμα, ανήθικος συνώνυμο
Συνώνυμα: ανήθικος
αισχρός, άσεμνος, ηθικά αδιάφορος, ούτε ηθικός, ασελγής, ακόλαστος
Μεταφράσεις: ανήθικος
ανήθικος στα αγγλικά
Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
immoral, bawdy, obscene, profligate, unethical
ανήθικος στα ισπανικά
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
inmoral, inmorales, inmoralidad
ανήθικος στα γερμανικά
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
pervers, verkehrt, sittenlos, unmoralisch, unsittlich, unmoralischen, unmoralische, unmoralisches
ανήθικος στα γαλλικά
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
pervers, immoral, paillard, immorale, immoraux, immorales, immoralité
ανήθικος στα ιταλικά
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
immorale, immorali
ανήθικος στα πορτογαλικά
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
imoral, imorais, immoral, imoralidade
ανήθικος στα ολλανδικά
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
immoreel, onzedelijk, zedeloos, immorele, onzedelijke
ανήθικος στα ρωσικά
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
распутный, аморальный, распущенный, безнравственный, беспутный, аморальное, аморально, аморальным, безнравственно
ανήθικος στα νορβηγικά
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
umoralsk, umoralske, umoral
ανήθικος στα σουηδικά
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
omoralisk, omoraliskt, omoraliska
ανήθικος στα φινλανδικά
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
moraaliton, kunnoton, rietas, mätä, epäsiveellinen, moraalitonta, moraalittomia, moraalittoman, moraalittomaan
ανήθικος στα δανικά
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
umoralsk, umoralske, amoralsk, amoralske
ανήθικος στα τσεχικά
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
nemravný, nemorální, amorální, nemravné, nemorálního
ανήθικος στα πολωνικά
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
niemoralny, rozpustny, nieetyczny, niemoralne, niemoralna, niemoralnym, niemoralną
ανήθικος στα ουγγρικά
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
erkölcstelen, erkölcstelennek, az erkölcstelen, immorális
ανήθικος στα τούρκικα
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
ters, sapık, ahlaksız, ahlak dışı, ahlaka aykırı, ahlakdışı, ahlaksız bir
ανήθικος στα ουκρανικά
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
аморальний, аморальна, аморального
ανήθικος στα αλβανικά
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
imoral, pamoralshme, imorale, të pamoralshme, e pamoralshme
ανήθικος στα βουλγαρικά
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
неморален, неморално, неморални, неморална, неморалното
ανήθικος στα λευκορωσικά
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
амаральны
ανήθικος στα εσθονικά
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
moraalivastane, ebamoraalne, amoraalne, moraalitonta, ebamoraalsed, ebamoraalse
ανήθικος στα κροατικά
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
nećudoredan, nemoralan, nemoralno, nemoralnim, nemoralna, nemoralne
ανήθικος στα ισλανδικά
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
siðlaust, ósiðlegur, siðlaus, ósiðleg, ósiðlegt
ανήθικος στα λιθουανικά
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
amoralus, amoralu, amoralesni, amoralūs, amorali
ανήθικος στα λετονικά
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
amorāls, amorāla, amorāli, amorālu
ανήθικος στα σλαβομακεδονικά
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
неморални, неморално, неморална, неморален, неморалниот
ανήθικος στα ρουμανικά
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
imoral, imorală, imorale, imorala, imorali
ανήθικος στα σλοβενικά
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
nemorální, nemoralno, nemoralna, nemoralen, nemoralne, nemoralnega
ανήθικος στα σλοβακικά
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
nemorálne, nemorálny, nemorálna, nemorálnu, nemorálnej