Λέξη: τηλεθεατής
Σχετικές λέξεις: τηλεθεατής
τηλεθεατής εβδομαδιαίο περιοδικό, τηλεθεατής dvd, τηλεθεατής πρόγραμμα, τηλεθεατής sila, τηλεθεατής επεισόδια σιλά, τηλεθεατής δαίμονες, τηλεθεατής καρανταγί, τηλεθεατής σουλειμαν, τηλεθεατής περιοδικό τιμή, τηλεθεατήσ karadayi
Συνώνυμα: τηλεθεατής
θεατής
Μεταφράσεις: τηλεθεατής
τηλεθεατής στα αγγλικά
Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
viewer, viewers, TV viewer, viewer has, television viewer
τηλεθεατής στα ισπανικά
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
telespectador, espectador, visor, visor de, visualizador, observador
τηλεθεατής στα γερμανικά
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
betrachter, betrachterin, Zuschauer, Betrachter, Viewer, Betrachters
τηλεθεατής στα γαλλικά
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
téléspectateur, spectateur, visionneuse, visualiseur, observateur
τηλεθεατής στα ιταλικά
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
telespettatore, spettatore, visualizzatore, visore, visualizzatore di, viewer
τηλεθεατής στα πορτογαλικά
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
espectador, visualizador, visor, visualizador de, telespectador
τηλεθεατής στα ολλανδικά
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
kijker, viewer, toeschouwer, beschouwer
τηλεθεατής στα ρωσικά
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
осмотрщик, зритель, просмотра, зрителя, просмотрщик, зрителю
τηλεθεατής στα νορβηγικά
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
viewer, seer, betrakteren, seeren
τηλεθεατής στα σουηδικά
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
tittaren, betraktaren, viewer, visare, betraktare
τηλεθεατής στα φινλανδικά
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
katsoja, katselija, katsojan, katseluohjelma, katsojalle
τηλεθεατής στα δανικά
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
tilskuer, viewer, seeren, fremviser, seer, beskueren
τηλεθεατής στα τσεχικά
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
divák, prohlížeč, prohlížeče, diváka, viewer
τηλεθεατής στα πολωνικά
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
widz, szperacz, przeglądarka, przeziernik, telewidz, widza, viewer, przeglądarkę
τηλεθεατής στα ουγγρικά
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
néző, Viewer, nézőt, megtekintő, szemlélő
τηλεθεατής στα τούρκικα
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
izleyici, görüntüleyici, viewer, görüntüleyicisi
τηλεθεατής στα ουκρανικά
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
оглянутий, глядач
τηλεθεατής στα αλβανικά
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
shikues, shikuesit, viewer, shikuesi, shikues i
τηλεθεατής στα βουλγαρικά
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
зрителя, зрител, Viewer, преглед на, за преглед
τηλεθεατής στα λευκορωσικά
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
глядач
τηλεθεατής στα εσθονικά
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
näidik, vaatlusaparaat, vaatleja, televaataja, vaataja, vaatajale, vaatajat
τηλεθεατής στα κροατικά
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
razglednik, promatrač, nadzornik, gledatelj, gledatelja, Preglednik, viewer
τηλεθεατής στα ισλανδικά
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
áhorfandi, áhorfandinn, notandinn, áhorfandann, Viewer
τηλεθεατής στα λιθουανικά
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
žiūrovas, peržiūros, Viewer, peržiūros programa, žiūrovui
τηλεθεατής στα λετονικά
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
skatītājs, Viewer, skatītāju, skatītājā, skatītājam
τηλεθεατής στα σλαβομακεδονικά
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
гледачот, прегледувач, прегледувачот, прегледувач на, гледач
τηλεθεατής στα ρουμανικά
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
spectator, telespectator, vizualizator, viewer, vizualizator de, de vizualizare
τηλεθεατής στα σλοβενικά
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
pregledovalnik, gledalec, viewer, gledalca, gledalcu
τηλεθεατής στα σλοβακικά
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
divák, diváci
Τυχαίες λέξεις