Moshë στα ελληνικά

Μετάφραση: moshë, Λεξικό: αλβανικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
αλβανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ηλικία, εποχή, ηλικίας, την ηλικία, ετών
Moshë στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • moshtroj στα ελληνικά - εξαπατώ
  • moshuar στα ελληνικά - ηλικιωμένος, ηλικίας, Ηλικιωμένοι, Ηλικιωμένη, Ηλικιωμένο, Ηλικιωμένων
  • mosmarrëveshje στα ελληνικά - ασυμφωνία, απόκλιση, διαφωνία, διαφωνίας, τη διαφωνία, διαφωνίες, διαφωνεί
  • mostër στα ελληνικά - σχέδιο, δείγμα, δείγματος, του δείγματος, δειγμάτων, το δείγμα
Τυχαίες λέξεις
Moshë στα ελληνικά - Λεξικό: αλβανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ηλικία, εποχή, ηλικίας, την ηλικία, ετών