Λέξη: απρεπής

Σχετικές λέξεις: απρεπής

απρεπής συμπεριφορά, απρεπής συνώνυμα, απρεπήσ συμπεριφορά υπαλλήλου

Συνώνυμα: απρεπής

δεξιός, ανάρμοστος, άτοπος, ανόητος, άδικος, υπερβολικός, τολμηρός, ακατάλληλος, άκοσμος, άσεμνος, τραχύς, σκαμπρόζικος, σκαιός, άχαρις, ασύμφορος, ασύνετος, αδικαιολόγητος, αζήτητος, περιττός

Μεταφράσεις: απρεπής

απρεπής στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
improper, unbecoming, uncalled for, unseemly, indecent

απρεπής στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
impropio, incorrecto, impropia, indecoroso, indecorosa, sienta mal

απρεπής στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
ungeeignet, ungenau, ungehörig, unschicklich, unziemlich, unbecoming, unpassend

απρεπής στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
inopportun, impropre, scabreux, abusif, impudique, irrégulier, incongru, mauvais, malséant, indu, inconvenant, indécent, incorrect, inconvenante, indigne, indignes

απρεπής στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
indecoroso, sconveniente, disdicevole, unbecoming, addice

απρεπής στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
impróprio, inconveniente, indecoroso, imprópria, unbecoming

απρεπής στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
onbetamelijk, ongepast, misstaan, unbecoming, onwaardig

απρεπής στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
неисправный, негодный, ложный, неудобный, ненадлежащий, неподходящий, неподобающий, неверный, неправильный, неблагопристойный, неприличный, неуместный, непозволительный, непристойный, недостойным, неприлично, негоже, подобает

απρεπής στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
upassende, ukledelig, unbecoming, ukledelige, upassende for, usømmelig

απρεπής στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
opassande, unbecoming, anstår, är opassande, missklädsam

απρεπής στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
kielletty, paheksuttu, epäkelpo, sopimaton, kehno, epäpukeva, sopimatonta, ruma, epäsopivaa, ollut ruma

απρεπής στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
uklædelig, ukollegial, uværdigt, upassende for

απρεπής στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
nepřístojný, špatný, neslušný, nevhodný, necudný, nepatřičný, nesprávný, nevhodné, nehodí, nepatřičné

απρεπής στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
niewłaściwy, nieodpowiedni, nieprawidłowy, nieprzystojny, nieprzyzwoity, niestosowny, niestosowne, unbecoming

απρεπής στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
illetlen, méltatlan, előnytelen, helytelen

απρεπής στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
yakışmayan, yakışıksız, yakışık, uygunsuz, yakışıksızdır

απρεπής στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
експромт, експромтом, імпровізація, невідповідний, непідходящий

απρεπής στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
i papërshtatshëm, papërshtatshëm, pahijshme, e pahijshme, të pahijshme

απρεπής στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
непристоен, непристойно, неприлично, неподходящ, неприличен

απρεπής στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
непадыходны, непрыдатны, непадыходзячы, недарэчны

απρεπής στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
kohatu, ebasünnis, ebaõige, sobimatu, sobimatuks, ebasobiv, sündmatu

απρεπής στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
kriv, nepristojan, nepodesan, nedoličan, dostojno, neumjestan, neprikladan

απρεπής στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
unbecoming

απρεπής στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
netinkantis, nepritinkantis, nederantis, Nepiestāvošs, Netinkamas

απρεπής στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
nepiedienīgs, nepiestāvošs, nepiemērots, nepiedienīga

απρεπής στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
недостојна, непристојна, доликува, недолично

απρεπής στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
deplasat, nepotrivit, nepotrivită, urât, nepotrivite, necuviincioase

απρεπής στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
Neumjestan, Nepristojan

απρεπής στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
nevhodný, neslušný, nevhodné, vhodný, neprimeraný, nesprávny
Τυχαίες λέξεις