Λέξη: λιρέτα

Σχετικές λέξεις: λιρέτα

ιταλική λιρέτα, λιρέτα εξαρχείων

Συνώνυμα: λιρέτα

λίρα, ιταλική λιράτα, ιταλική λιρέττα, τούρκικη λίρα

Μεταφράσεις: λιρέτα

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
lira
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
lira, liras, la lira, de liras, de Lira
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
Lira, Lire
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
lire, lires, lira, de lires, la lire
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
lira, lire, di lire
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
lira, liras, liras da, de liras
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
lira, lire, lires
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
лира, Lira, лиры, лир, лиру
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
lire, Lira
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
lire, lira, liran, lirans
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
liira, Lira, liiran, liiraa, liiraan
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
lire, lira, TRY, liren
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
lira, liry, lir, liru, New Lira
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
lir, lira, liry, lirów, lir za
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
líra, lira, lírát, lírás, lírában
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
lira, lirası, lirasının, Liras, lirası olarak ifade edilmiştir
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
ліра, поезія, Лира, фунт, Ліри
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
lira, lirës, lirë e, lira e, lira mund
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
лира, Lira, лирата, лири и
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
ліра, стэрлінгаў, фунт, ліры
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
liir, liiri, liirides, lira
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
lira, liri, lire, liri se
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
líra, lýran, líruna, Lira
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
lyra, lira, lirų, liros, lyrai
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
lira, liru, liras, liras kurss, liras maiņas kurss
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
лира, лирата, лири, Lira, фунта
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
liră, Lira, lire, de lire
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
lira, lir, liro, lire, lira je
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
líra, lira, lýra, líra zotrvala ustálená
Τυχαίες λέξεις