Λέξη: απρόσβλητος

Σχετικές λέξεις: απρόσβλητος

απρόβλεπτος συνώνυμα

Συνώνυμα: απρόσβλητος

ασύδοτος

Μεταφράσεις: απρόσβλητος

απρόσβλητος στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
immune, unassailable, intact, unaffected, definitive as

απρόσβλητος στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
inmune, inmunológico, inmunitario, inmunitaria, inmunes

απρόσβλητος στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
gefeit, immun, Immunsystem, immune

απρόσβλητος στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
résistant, rustique, immunisé, immunitaire, abri, immune, l'abri, à l'abri

απρόσβλητος στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
immune, immunitario, immunitaria, immuni, immunitarie

απρόσβλητος στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
imune, imortalizar, imunológico, imunitário, imunológica, imunitária

απρόσβλητος στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
resistent, immuun, onvatbaar, immuunsysteem, immune, immuunrespons, afweersysteem

απρόσβλητος στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
свободный, иммунный, вольный, освобожденный, невосприимчивый, гарантированный, неприкосновенный, иммунная, иммунной, иммунитет, иммунную

απρόσβλητος στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
uimottakelig, immun, immune, immunsystemet

απρόσβλητος στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
immun, immune, immunförsvaret, immuna

απρόσβλητος στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
altistumaton, sietokykyinen, vastustuskykyinen, immuuni, immuunijärjestelmän, immuunivasteen, immuunijärjestelmä, immuunijärjestelmää

απρόσβλητος στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
immun, immune, immunforsvar, immunrespons, immunforsvaret

απρόσβλητος στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
odolný, imunní, imunitní, imunitního, imunity, imunní vůči

απρόσβλητος στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
immunologiczny, odporny, zabezpieczony, odpornościowy, immunologiczna, odpornościowego

απρόσβλητος στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
immúnis, mentes, immunrendszer, immun, immunis

απρόσβλητος στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
bağışık, bağışıklık, immün, immun

απρόσβλητος στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
непорушний, нерухомий, імунний, імунну, імунна, імунного

απρόσβλητος στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
i imunizuar, imunitar, imun, imunizuar, imunitet

απρόσβλητος στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
с имунитет, имунната, имунна, имунен, имунния

απρόσβλητος στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
імунны

απρόσβλητος στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
immuunne, immuunsüsteemi, immuunsed, immuun-, immuunfunktsiooni

απρόσβλητος στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
slobodan, zaštićen, otporan, imun, nepovrediv, imunološki, imuni, imunološkog, imuna

απρόσβλητος στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
ónæmiskerfi, ónæmur, ónæmiskerfið, ónæmur fyrir, ónæmissvörun

απρόσβλητος στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
imuninis, imuninė, imuninės, imuninę, imuniteto

απρόσβλητος στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
imūns, imūnā, imūna, imūnās, imūno

απρόσβλητος στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
имуни, имуна, имуниот, имунолошкиот, имунолошки

απρόσβλητος στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
imun, imunitar, imune, imună

απρόσβλητος στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
imunski, imuni, imuna, imunskega, imunska

απρόσβλητος στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
imúnna, imúnny, imúnne, imúnni
Τυχαίες λέξεις