Shpeshtë στα ελληνικά
Μετάφραση: shpeshtë, Λεξικό: αλβανικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
αλβανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
δασύς, συχνάζω, συχνός, πυκνός, συχνές, συχνή, συχνά, συχνών
Μεταφράσεις
- shpenzoj στα ελληνικά - αναλώνω, δαπανήσει, δαπανούν, αναλωθούν, καταβάλουμε
- shpesh στα ελληνικά - συχνά, συνήθως, φορές, πολλές φορές
- shpie στα ελληνικά - στέλνω, κουβαλώ, φέρσιμο, διεξάγω, διαγωγή, μεταφέρω, συμπεριφορά, ...
- shpinë στα ελληνικά - ενισχύω, πλάτη, υποστηρίζω, πίσω, πίσω μέρος, άμυνα, back
Τυχαίες λέξεις
Shpeshtë στα ελληνικά - Λεξικό: αλβανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: δασύς, συχνάζω, συχνός, πυκνός, συχνές, συχνή, συχνά, συχνών
Μεταφράσεις: δασύς, συχνάζω, συχνός, πυκνός, συχνές, συχνή, συχνά, συχνών