Tatëpjetë στα ελληνικά

Μετάφραση: tatëpjetë, Λεξικό: αλβανικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
αλβανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ξεπεσμός, κατηφορίζω, πλαγιά, γέρνω, μαρασμός, κλίνω, κατηφορικός, κατηφόρα, κατάβαση, κατάβασης, κατωφέρεια
Tatëpjetë στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • tash στα ελληνικά - τώρα, επιχειρηση, την επιχειρηση, πλέον, σήμερα
  • tashmë στα ελληνικά - ήδη, έχουν ήδη, που έχουν ήδη, έχει ήδη, που ήδη
  • tavan στα ελληνικά - ταβάνι, οροφή, ανώτατο όριο, οροφής, ανώτατου ορίου
  • tavë στα ελληνικά - κατσαρόλα, κατσαρόλας, casserole, μαγειρευτά, στιφάδο
Τυχαίες λέξεις
Tatëpjetë στα ελληνικά - Λεξικό: αλβανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ξεπεσμός, κατηφορίζω, πλαγιά, γέρνω, μαρασμός, κλίνω, κατηφορικός, κατηφόρα, κατάβαση, κατάβασης, κατωφέρεια