Λέξη: ατενίζω
Σχετικές λέξεις: ατενίζω
ατενίζω λεξικό, ατενίζω ετυμολογία, ατενίζω μια πατρίδα, ατενίζω ορισμός, ατενίζω σημασια, ατενίζω το μέλλον
Συνώνυμα: ατενίζω
αντικρύζω, επιχαιρώ, παρατηρώ με χαιρεκακία, ρίχνω ματιές ερωτικές, προσβλέπω επιμονώς, προσβλέπω ατενώς, θεωρώ, αναπολώ, μελετώ, περιμένω, προβλέπω
Μεταφράσεις: ατενίζω
ατενίζω στα αγγλικά
Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
gaze, stare, gloat, contemplate, looking
ατενίζω στα ισπανικά
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
vista, mirada, mirar, mirar fijamente, stare, mirando, mire
ατενίζω στα γερμανικά
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
starren, anstarren, blick, Blick, stare, starre
ατενίζω στα γαλλικά
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
voir, bayer, regard, vue, regarder, badauder, fixer, regarder fixement, stare
ατενίζω στα ιταλικά
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
fissare, guardare, fissarlo, fissarla, fissarmi
ατενίζω στα πορτογαλικά
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
estibordo, olhar, delgado, stare, fitar, encarar, olham
ατενίζω στα ολλανδικά
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
turen, aanstaren, blik, staren, stare, staar, kijken, staart
ατενίζω στα ρωσικά
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
взор, озираться, поглазеть, глазеть, взирать, приглядываться, созерцать, вглядываться, вглядеться, смотреть, смотрят, смотрите, смотрю, уставился
ατενίζω στα νορβηγικά
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
stirre, stirrer, stare, å stirre, stirret
ατενίζω στα σουηδικά
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
stirra, gapa, blick, stare, stirrar, stirrade, att stirra
ατενίζω στα φινλανδικά
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
katse, mulkoilla, tuijotus, tuijottaa, pällistellä, hämmästellä, stare, tuijottavat, tuijota, tuijottamaan
ατενίζω στα δανικά
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
stirre, stirrer, stare, kigge, at stirre
ατενίζω στα τσεχικά
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
hledět, pohled, civět, čumět, stare, zírat, dívat, zíral, zírají
ατενίζω στα πολωνικά
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
gapić, wpatrywać, przyglądać, wzrok, wytrzeszczać, patrzeć, spoglądanie, wpatrywanie, spojrzenie, gapić się, gapią
ατενίζω στα ουγγρικά
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
nézés, bámulás, bámulni, nézzen, stare, bámult, bámulta
ατενίζω στα τούρκικα
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
bakıyorum, bakmak, bakmaya, dik dik, bakıyorsun
ατενίζω στα ουκρανικά
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
вдивитися, вдивлятися, споглядати, дивитися, дивитись
ατενίζω στα αλβανικά
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
habitem, ia ngul sytë, ngul sytë, të ngul sytë, të ia ngul sytë, shikoj ngultas
ατενίζω στα βουλγαρικά
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
взират, взира, гледа, гледат, се взира
ατενίζω στα λευκορωσικά
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
глядзець
ατενίζω στα εσθονικά
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
pilk, jõllitama, vahtima, stare, vaadake, vaatamise, Tuijottaa
ατενίζω στα κροατικά
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
gledati, buljiti, piljiti, zure, zuriti, bulje, stare
ατενίζω στα ισλανδικά
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
stara, að stara, starir, starði
ατενίζω στα λατινικά
Λεξικό:
λατινικά
Μεταφράσεις:
obtutus
ατενίζω στα λιθουανικά
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
spoksojimas, Senamiestis, stare, spokso, spoksoti
ατενίζω στα λετονικά
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
skatiens, stare, skatās, skatīties, Neskatieties
ατενίζω στα σλαβομακεδονικά
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
зјапа, зјапаат, загледуваа, втренчен, се зјапа
ατενίζω στα ρουμανικά
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
stare, holbeze, se holbeze, privesc, uit
ατενίζω στα σλοβενικά
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
stare, stremenja, strmeti, strmijo, strmim
ατενίζω στα σλοβακικά
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
zízať, stare
Τυχαίες λέξεις