Λέξη: ντροπή
Σχετικές λέξεις: ντροπή
ντροπή μάρκο σεφερλή, ντροπή και όνειδος, ντροπή σου ρέμοσ, ντροπή συνώνυμα, ντροπή ονειροκρίτης, ντροπή σου βίκυ χατζηβασιλείου, ντροπή σου, ντροπή σου στίχοι, ντροπή σε όλους μας στίχοι, ντροπή σε όλουσ μασ
Συνώνυμα: ντροπή
εντροπή, όνειδος, δυσμένεια, αίσχος, ατίμωση, ατιμία, μομφή, επίπληξη, αιτίαση
Μεταφράσεις: ντροπή
ντροπή στα αγγλικά
Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
shame, disgrace, dishonor, ashamed, shameful
ντροπή στα ισπανικά
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
deshonra, pudor, ignominia, vergüenza, lástima, pena, la vergüenza, de vergüenza
ντροπή στα γερμανικά
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
schmach, blamage, scham, schande, Schande, Scham, Schmach, schade
ντροπή στα γαλλικά
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
ignominie, disgrâce, opprobre, honte, déshonneur, pudeur, humilier, vergogne, la honte, dommage, de honte, honteux
ντροπή στα ιταλικά
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
pudore, onta, obbrobrio, vergogna, disonore, vituperio, peccato, la vergogna, di vergogna, vero peccato
ντροπή στα πορτογαλικά
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
vergonha, representa com perfeição, a vergonha, shame
ντροπή στα ολλανδικά
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
schaamte, schande, jammer, jammer dat, beschaamd
ντροπή στα ρωσικά
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
стыдить, скандал, позор, стыд, пристыдить, обесславливать, бесславие, устыдить, устыжать, посрамлять, застыдить, совестить, стыдно, стыда
ντροπή στα νορβηγικά
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
skam, skjensel, synd, skamme, skammen
ντροπή στα σουηδικά
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
skam, synd, skammen
ντροπή στα φινλανδικά
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
häpäistä, häpeä, häväistä, sääli, häpeän, häpeää
ντροπή στα δανικά
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
skændsel, unåde, skam, skamme, ærgerligt, synd
ντροπή στα τσεχικά
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
ostuda, hanba, zahanbit, stud, škoda
ντροπή στα πολωνικά
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
szkoda, zawstydzać, srom, wstyd, hańba, wstydzić, kompromitacja, sromota, zawstydzić
ντροπή στα ουγγρικά
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
szégyenkezés, szégyen, szégyent, kár, a szégyen
ντροπή στα τούρκικα
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
alçaklık, ayıp, rezalet, utanç, shame, yazık, utanç verici
ντροπή στα ουκρανικά
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
сором, ганьба, ганьбу, позор
ντροπή στα αλβανικά
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
turp, turpi, turpin, turpi i
ντροπή στα βουλγαρικά
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
срам, срама, жалко, позор
ντροπή στα λευκορωσικά
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
ганьба, ганьбу, сорам, позор
ντροπή στα εσθονικά
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
häbistama, häbi, kahju, häbiväärne, kahetsusväärne
ντροπή στα κροατικά
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
stid, beščašće, sramota, poniženje, poruga, sram, šteta, sramotu, srama
ντροπή στα ισλανδικά
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
háðung, skömm, synd, skammar, leiðinlegt, skömm af
ντροπή στα λατινικά
Λεξικό:
λατινικά
Μεταφράσεις:
rubor, verecundia, dedecus
ντροπή στα λιθουανικά
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
nešlovė, gėda, nemalonė, gaila, gėdos
ντροπή στα λετονικά
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
negods, apkaunojums, apkaunot, kauns, kauna, Žēl
ντροπή στα σλαβομακεδονικά
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
срамот, срам, срамота, срамно, штета
ντροπή στα ρουμανικά
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
ruine, ruşine, rușine, rușinea, rusine, păcat, de rușine
ντροπή στα σλοβενικά
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
stud, ostuda, Škoda, sramota, sram, sramu
ντροπή στα σλοβακικά
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
zahanbiť, hanba, stud, škoda, ostuda, hanbou