Λέξη: παραγωγικός

Σχετικές λέξεις: παραγωγικός

παραγωγικός συντελεστής, παραγωγικός συνώνυμα, παραγωγικός συλλογισμός ασκησεις, παραγωγικός συλλογισμός παραδειγματα, παραγωγικός συνεταιρισμός γυναικών κοκκινογείων δράμας σ.π.ε, παραγωγικόσ χάρτησ ελλάδασ, παραγωγικός βήχας στα παιδιά, παραγωγικός βήχας, παραγωγικός επαγωγικός συλλογισμός, παραγωγικός κλάδος europa

Συνώνυμα: παραγωγικός

αποδοτικός, προσοδοφόρος

Μεταφράσεις: παραγωγικός

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
fruitful, productive, producing, prolific, a productive, a prolific
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
fructífero, productivo, productiva, productivos, productivas, producción
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
erzeugend, ergiebig, fruchtbar, erwirtschaftend, produktiv, produktiven, produktive, produktiver
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
fécond, produisant, productif, puissant, fructueux, fertile, production, productive, productifs, productives
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
produttivo, produttiva, produttivi, produttive, produttività
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
fecundo, fértil, produtivo, produtiva, produtivos, produtivas, produção
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
vruchtbaar, produktief, productieve, productief, productiever
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
плодовитый, производящий, производственный, плодородный, плодоносный, продуктивный, производительный, урожайный, результативный, плодотворный, ...
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
fruktbar, produktiv, produktive, produktivt, produksjons
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
produktiv, produktiva, produktivt, produktions, produktion
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
viljava, tuloksellinen, kukkea, hedelmällinen, antoisa, tuottava, tuottavia, tuottavaa, tuottavampia, tuottavien
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
frugtbar, produktiv, produktive, produktivt, produktionskapacitet, produktivitet
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
plodný, produktivní, výnosný, úspěšný, bohatý, vyrábění, úrodný, výroba, výrobní, produktivnější, ...
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
wytwórczy, owocny, wydajny, owocujący, żyzny, płodny, produktywny, produkcyjny, produktywne
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
eredményes, termelékeny, termelő, produktív, termelési, termékeny
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
verimli, üretken, üretici, üretim, verimli bir
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
родючий, плодючий, виробництва, результативний, вироблюваний, плідний, продуктивної, продуктивний, продуктивною, продуктивній, ...
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
pjellor, produktiv, produktive, prodhuese, frytshme, të frytshme
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
продуктивен, продуктивни, продуктивна, продуктивно, производствения
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
прадуктыўнай, прадукцыйнай, плённай, плённая, прадуктыўнага
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
loov, produktiivne, tootev, tootliku, tootlikumaks, tootlikud, produktiivse
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
plodna, proizvodi, produktivan, produktivni, produktivniji, produktivno, produktivnost
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
afkastamikill, skapandi, gefandi, framleiðni, farsælt
Λεξικό:
λατινικά
Μεταφράσεις:
fertilis
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
produktyvus, produkciniai, produktyvūs, produktyvios, produktyvi
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
auglīgs, produktīvs, produktīvu, produktīva, produktīvi, produktīvas
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
продуктивни, продуктивен, продуктивна, продуктивно, продуктивните
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
roditor, productiv, productive, productivă, producție, de producție
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
produktivní, produktivno, produktivni, produktivna, produktivne, produktiven
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
výrobní, plodný, vyrábaní, výrobné, výrobná, výrobnej, výrobný, výrobnú
Τυχαίες λέξεις