Атомния στα ελληνικά
Μετάφραση: атомния, Λεξικό: βουλγαρικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
βουλγαρικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ατομικός, Ατομικής, ατομική, ατομικό, ατομικών
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- атол στα ελληνικά - κοραλλιογενές νησί, Atoll, ατόλλη, ατόλη, ατόλλης
- атом στα ελληνικά - άτομο, ατόμου, άτομον, άτομα, ατόμων
- атропин στα ελληνικά - ατροπίνη, ατροπίνης, η ατροπίνη, την ατροπίνη
- атрофия στα ελληνικά - ατροφία, ατροφίας, ατροφία του, ατροφία των, την ατροφία
Τυχαίες λέξεις
Атомния στα ελληνικά - Λεξικό: βουλγαρικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ατομικός, Ατομικής, ατομική, ατομικό, ατομικών
Μεταφράσεις: ατομικός, Ατομικής, ατομική, ατομικό, ατομικών