Безграничния στα ελληνικά
Μετάφραση: безграничния, Λεξικό: βουλγαρικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
βουλγαρικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
άπειρος, απεριόριστος, απεριόριστη, απεριόριστο, απεριόριστες, απεριόριστα
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- безвкусния στα ελληνικά - άκομψος, άγευστος, άγευστη, άγευστο, tasteless, άγευστα
- безвредния στα ελληνικά - αβλαβής, ακίνδυνος, αβλαβή, αβλαβείς, ακίνδυνο
- безгръбначно στα ελληνικά - ασπόνδυλος, ασπόνδυλων, ασπόνδυλα, ασπονδύλων, ασπόνδυλο
- бездействие στα ελληνικά - απραξία, αδράνεια, αδράνειας, η αδράνεια, απραξίας
Τυχαίες λέξεις
Безграничния στα ελληνικά - Λεξικό: βουλγαρικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: άπειρος, απεριόριστος, απεριόριστη, απεριόριστο, απεριόριστες, απεριόριστα
Μεταφράσεις: άπειρος, απεριόριστος, απεριόριστη, απεριόριστο, απεριόριστες, απεριόριστα