Λέξη: στείρα

Σχετικές λέξεις: στείρα

στείρα στο φούρνο, στείρα ψάρι, στείρα συνώνυμο, αγία μαρίνα στύρα, στύρα εύβοιας, στείρα μικροβίων, στείρα ψάρι στα αγγλικα, στείρα γνώση, στείρα ψάρι τιμη, στείρα ψάρι συνταγές

Μεταφράσεις: στείρα

στείρα στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
stem, sterile, infertile, barren, a sterile

στείρα στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
tema, caña, pie, tallo, estéril, estériles, esterilizada, estéril de

στείρα στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
stiel, bug, stange, halm, notenhals, hauptlinie, hauptzweig, steril, sterilen, sterile, steriler

στείρα στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
étancher, radical, pétiole, tronc, queue, pied, arrêter, pédoncule, enrayer, stellaire, fût, tige, thème, jambette, provenir, venir, stérile, stériles, stérile de

στείρα στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
tronco, stelo, fusto, arginare, asta, gambo, sterile, sterili

στείρα στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
boi, tronco, haste, caule, estéril, esterilizada, estéreis, esterilizado, est�il

στείρα στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
boomstam, stengel, schacht, halm, stam, steel, steriel, steriele, een steriele, onvruchtbaar

στείρα στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
запруживать, чубук, ствол, происходить, нос, задерживать, род, возникать, ножка, соплодие, стебель, штамб, черенок, форштевень, приостанавливать, племя, стерильный, стерильной, стерильные, стерильным, стерильными

στείρα στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
stengel, stilk, steril, sterile, sterilt

στείρα στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
stam, stjälk, steril, sterilt, sterila

στείρα στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
piipunvarsi, oksa, suku, korsi, varsi, steriili, steriiliä, steriiliin, steriilin, steriilit

στείρα στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
stængel, stamme, stilk, steril, sterile, sterilt

στείρα στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
zastavit, řapík, stopka, peň, nožička, pocházet, stonek, lodyha, kmen, sterilní, sterilním, sterilně, sterilního, sterilních

στείρα στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
wywodzić, trzon, temat, przeciwstawiać, łodyga, tamować, pochodzić, wypływać, cybuch, pień, wstrzymywać, szyjka, dziobnica, ogonek, wynikać, wspornik, sterylny, jałowy, bezpłodny, sterylne, sterylna

στείρα στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
nemzetség, kocsány, steril, a steril, sterilen

στείρα στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
steril, steril bir, steril olarak, kısır

στείρα στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
стебло, плем'я, роде, затримувати, ніс, стовбур, стерильний, стерильні, стерильне

στείρα στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
temë, steril, sterile, sterile të, steril i, sterile dhe

στείρα στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
стерилен, стерилна, стерилни, стерилно, стерилната

στείρα στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
нага, ствол, стэрыльны, стэрыльнаю, стэрыльнае, стэрыльным, стэрыльную

στείρα στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
vöörtääv, tüvi, steriilne, steriilse, steriilses, steriilset, steriilsed

στείρα στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
deblo, pramac, kalem, držak, stablo, sterilan, sterilna, sterilne, sterilni, sterilno

στείρα στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
dauðhreinsað, sæfð, sæft, sæfðri, dauðhreinsuð

στείρα στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
kotas, stiebas, sterilus, sterili, sterilaus, sterilūs, sterilų

στείρα στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
stublājs, stumbrs, kāts, sterils, sterila, sterilu, sterili

στείρα στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
стерилни, стерилен, стерилна, стерилно, стерилната

στείρα στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
tulpină, steril, sterilă, sterile, sterila

στείρα στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
sterilna, sterilni, sterilno, sterilne, sterilen

στείρα στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
stonka, sterilné, sterilný, sterilnej, sterilná, sterilnú

Στατιστικά δημοτικότητας: στείρα

Τυχαίες λέξεις