Бензин στα ελληνικά

Μετάφραση: бензин, Λεξικό: βουλγαρικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
βουλγαρικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
βενζίνη, αέριο, βενζίνης, της βενζίνης, τη βενζίνη, η βενζίνη
Бензин στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • белите στα ελληνικά - λευκό, λευκή, άσπρο, λευκά, λευκού
  • белтък στα ελληνικά - πρωτεΐνη, πρωτεΐνης, πρωτείνη, πρωτείνης, πρωτεϊνών
  • бент στα ελληνικά - φράγμα, φράγματος, dam, του φράγματος, μητέρα
  • берекет στα ελληνικά - μετανάστευση, αποδημία, γονιμότητα, γονιμότητας, τη γονιμότητα, της γονιμότητας, γονιμότητα του
Τυχαίες λέξεις
Бензин στα ελληνικά - Λεξικό: βουλγαρικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: βενζίνη, αέριο, βενζίνης, της βενζίνης, τη βενζίνη, η βενζίνη