В στα ελληνικά
Μετάφραση: в, Λεξικό: βουλγαρικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
βουλγαρικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
σε, προς, στο, στην, στη, στον
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- бяло στα ελληνικά - άσπρος, λευκός, λευκό, λευκή, άσπρο, λευκά, λευκού
- бяс στα ελληνικά - τρέλα, λύσσα, λύσσας, της λύσσας, τη λύσσα, αντιλυσσικών
- вагон στα ελληνικά - αυτοκίνητο, αυτοκινήτων, αυτοκινήτου, το αυτοκίνητο, αυτοκίνητό
- важим στα ελληνικά - γκρίνια, γκρινιάζω, vazhim
Τυχαίες λέξεις
В στα ελληνικά - Λεξικό: βουλγαρικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: σε, προς, στο, στην, στη, στον
Μεταφράσεις: σε, προς, στο, στην, στη, στον