Λέξη: αποσκίρτηση

Σχετικές λέξεις: αποσκίρτηση

αποσκίρτηση συνώνυμα

Συνώνυμα: αποσκίρτηση

αποστάτης, λιποτάκτης, αυτόμολος, αποστασία, λιποταξία, παράλειψη, αποτυχία

Μεταφράσεις: αποσκίρτηση

αποσκίρτηση στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
defection, secession, defector, defection of, seceding

αποσκίρτηση στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
deserción, defección, la deserción, la defección, deserción de

αποσκίρτηση στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
trennung, Abfall, Abtrünnigkeit, Lossagung, Defektion, Überlaufen

αποσκίρτηση στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
sécession, dissidence, désertion, apostasie, défection, la défection, défections, défection de

αποσκίρτηση στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
separazione, defezione, la defezione, diserzione, defezioni, defezione di

αποσκίρτηση στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
deserção, defecção, a deserção, defection, apostasia

αποσκίρτηση στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
secessie, afvalligheid, overlopen, desertie, ontrouw, defection

αποσκίρτηση στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
раскол, отступничество, обособление, неудача, провал, ренегатство, расстройство, дезертирство, отделение, возбуждение, нарушение, ренегат, выход, бегства, бегство, предательство

αποσκίρτηση στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
avhopp, frafall, frafallet, hoppet, hoppet av

αποσκίρτηση στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
avhopp, avhoppet

αποσκίρτηση στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
loikkaus, loikkaaminen, loikkaamisen, defection, loikkaamista

αποσκίρτηση στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
afhopning, frafald, defection, frafaldet, desertering

αποσκίρτηση στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
zběhnutí, odpadnutí, odštěpení, přeběhnutí, dezerce, emigrace

αποσκίρτηση στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
odpadanie, secesja, zdrada, oddzielenie, odłączenie, wystąpienie, odstępstwo, dezercja, ucieczka, defection

αποσκίρτηση στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
kivonulás, kiválás, disszidálás, kilépés, elpártolás, elszakadás, árulás, a disszidálás

αποσκίρτηση στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
ayrılma, iltica, ihaneti, aşınmaları, sığınması

αποσκίρτηση στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
провал, розкольники, порушення, відокремлення, невдача, дезертирство, відступництво, відступства, відступників, відступництва

αποσκίρτηση στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
tradhti, dezertim, disfatë, shkelje e detyrës

αποσκίρτηση στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
изневяра, дезертиране, измяна, измяната, неизпълнение

αποσκίρτηση στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
адступніцтва

αποσκίρτηση στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
hülgamine, setsessioon, väljaastumine, ülejooksmine, seljapööramine, salgamine, hülgamisega

αποσκίρτηση στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
odcjepljenje, otpadanje, odvajanje, napuštanje, dezerterstvo, progiba, progiba o

αποσκίρτηση στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
defection

αποσκίρτηση στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
praradimu, Dezertyravimas, dalies praradimu, Pažeidimas, Dezertēšana

αποσκίρτηση στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
dezertēšana, atkrišana

αποσκίρτηση στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
пребегнување, дезертираше, неисполнување, која дезертираше

αποσκίρτηση στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
dezertare, defecțiune, dezertarea, trădarea, defecțiuni

αποσκίρτηση στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
Odpadanje

αποσκίρτηση στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
odtrpení, secesie, zbehnutie, zbehnutia, prebehnutí, zbehnutí, zbehnúť
Τυχαίες λέξεις