Вливания στα ελληνικά
Μετάφραση: вливания, Λεξικό: βουλγαρικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
βουλγαρικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
έγχυμα, εγχύσεις, εγχύσεων, έγχυση, αφεψήματα, βοτάνων
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- властник στα ελληνικά - χάρακας, κυβερνήτης, χάρακα, ηγεμόνα, κυβερνήτη
- влечуги στα ελληνικά - ερπετό, ερπετά, ερπετών, τα ερπετά, των ερπετών
- влита στα ελληνικά - ελίτ, χύνοντας, έκχυση, ρίχνει, χύσιμο, εκχύσεως
- влияние στα ελληνικά - επενέργεια, επενεργώ, επιρροή, επίδραση, επιρροής, την επιρροή, επηρεάζουν
Τυχαίες λέξεις
Вливания στα ελληνικά - Λεξικό: βουλγαρικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: έγχυμα, εγχύσεις, εγχύσεων, έγχυση, αφεψήματα, βοτάνων
Μεταφράσεις: έγχυμα, εγχύσεις, εγχύσεων, έγχυση, αφεψήματα, βοτάνων