Λέξη: μετρικός

Σχετικές λέξεις: μετρικός

μετρικός τόνος ίσος με 1000 κιλά, μετρικός οπλισμός, μετρικός τανυστής, μετρικός πους, μετρικός τόνος, μετρικός ίππος, μετρικός χώρος

Συνώνυμα: μετρικός

σπονδείος

Μεταφράσεις: μετρικός

μετρικός στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
metric, metrical, a metric, spondee

μετρικός στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
métrico, métrica, métricas, métrica de, indicador

μετρικός στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
metrisch, Metrik, metrischen, metrische

μετρικός στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
métrique, mesure, métriques, métrique de, indicateur

μετρικός στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
metrico, metrica, metriche, parametro, metrica di

μετρικός στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
medidor, métrico, métrica, métricas, métrica de, de métrica

μετρικός στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
metriek, metrisch, metrische, Metrisch Een, Metric

μετρικός στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
метрический, метрика, метрики, метрикой, метрике, метрику

μετρικός στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
metrisk, metriske, metric, beregning, beregningen

μετρικός στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
metrisk, metriska, metriskt, metric, meter

μετρικός στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
metriikka, mittausmenetelmä, metrinen, metristä, metriset, metrijärjestelmän, metrisen

μετρικός στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
metrisk, metriske, metrik, parameter, metersystemet

μετρικός στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
metrický, metrické jednotky, metrické, metrika, metrická

μετρικός στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
metryczny, miarowy, metryczne, metryki, metryka, metrycznych

μετρικός στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
metrikus, metrika, mutató, metrikát, mérőszám

μετρικός στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
metrik, mt, ölçüm, metriği

μετρικός στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
метри, метрика, метрику

μετρικός στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
metrik, metrikë, metrike, metrika, metrikë e

μετρικός στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
метрическия, метричен, метрични, показател, метрична, метрика

μετρικός στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
метрыка

μετρικός στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
meetriline, meetermõõdustiku, mõõdik, meetrika, meetermõõdustikus

μετρικός στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
metrički, metarski, metričkim, metričke, u metričkim, metrička

μετρικός στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
mæligildi, mæling, Metric, mælikvarði, mælingu

μετρικός στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
metrinis, metrika, metrikos, metrinė, metriką

μετρικός στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
metrisks, metrisko, metriskās, metriskā, metriskajās

μετρικός στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
метрички, метричка, метричко, метричките, метрички систем

μετρικός στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
metric, metrice, metrică, metrica, măsurătoare

μετρικός στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
metrični, metric, metrične, metrično, metrike

μετρικός στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
metrický, metrické, metrického
Τυχαίες λέξεις