Година στα ελληνικά

Μετάφραση: година, Λεξικό: βουλγαρικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
βουλγαρικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
χρόνος, χρονιά, έτος, έτους, χρόνο, περίοδο
Година στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • говорещия στα ελληνικά - ομιλητής, ηχείο, ηχείων, ομιλητή, ηχείου
  • говоря στα ελληνικά - κρένω, μιλώ, ομιλία, ξεστομίζω, καθαρός, εκστομίζω, στόμιο, ...
  • годния στα ελληνικά - ικανός, ικανή, ικανό, ικανά, ικανές
  • годно στα ελληνικά - ταιριάζει, ταιριάζουν, χωρέσει, χωράει, κατάλληλα
Τυχαίες λέξεις
Година στα ελληνικά - Λεξικό: βουλγαρικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: χρόνος, χρονιά, έτος, έτους, χρόνο, περίοδο