Λέξη: καλπάζω

Σχετικές λέξεις: καλπάζω

καλπάζω συνώνυμο, καλπάζω συνωνυμο

Συνώνυμα: καλπάζω

κεντώ, παρακινούμαι, παρακινώ, πτερνίζω, τριποδίζω

Μεταφράσεις: καλπάζω

καλπάζω στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
gallop, canter, spur, I gallop

καλπάζω στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
galuchar, galopar, galope, de galope, el galope, galope de

καλπάζω στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
galopp, Galopp, galoppieren, gallop

καλπάζω στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
galop, galoper, au galop, le galop

καλπάζω στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
galoppare, galoppo, Gallop, galoppo Evento, al galoppo

καλπάζω στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
galopar, galeria, galope, gallop, de galope, funcionamento gallop

καλπάζω στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
galopperen, galop, kosmische knipoog, gallop, galloping

καλπάζω στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
галопировать, скок, проскакать, скачка, заскакивать, галоп, намёт, Gallop, галопом, галопа

καλπάζω στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
galopp, galoppere, Gallop, gallopp, dressur

καλπάζω στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
galopp, Gallop, galoppen, galoppera

καλπάζω στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
laukata, laukka, laukkaa, gallop, laukkaan

καλπάζω στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
galop, Gallop, Firspring

καλπάζω στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
cválat, trysk, cval, Gallop, cvalu, cvalový

καλπάζω στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
cwał, galopować, przegalopować, oklepać, cwałować, galop, cwałowanie, gallop, cwału

καλπάζω στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
galopp, Vágta, Gallop, galoppozni, vágtában

καλπάζω στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
dörtnal, dörtnala, galo, koşturmak, acele götürmek

καλπάζω στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
галоп, галопом

καλπάζω στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
galop, ritëm i shpejt, me galop, eci me galop, ngutem

καλπάζω στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
галоп, препускане, галопен, галопирам

καλπάζω στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
галоп, намёт, галёп, галопам

καλπάζω στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
kappama, galopp, galopeerima, galopiga, galoppi, kihutama

καλπάζω στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
galop, Gallop, galopirajući, galopirati, Gallop i

καλπάζω στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
stökk

καλπάζω στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
šuoliais, šuoliai, šuoliuoti, galopas, joti šuoliais

καλπάζω στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
galops, aulekšot, Gallop, aulekši, auļot

καλπάζω στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
галоп, галопираат, галопен

καλπάζω στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
galop, gallop, de galop, galopul, galop de

καλπάζω στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
galop, gallop, galopu, galop je, jahanja

καλπάζω στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
cval, cvalu, cvale
Τυχαίες λέξεις